Π. Υ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937): Ηρωϊκός τρόπος ζωής

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937): Ηρωϊκός τρόπος ζωής

“Η Ζωή είν’ ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος, χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας… Ο ηρωικός Άνθρωπος αποτελεί ο ίδιος κέντρον του εαυτού του, ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τους άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μοναξιάς του. Δι’ αυτό δεν καταδέχεται να φθονεί, μήτε να παραβγαίνει με τους άλλους, δεν χρειάζεται να βεβαιώσει τον εαυτό του μ’ αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του……Γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμενον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ’ η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει, όχι το τι πιστεύεις, αλλά το πώς πιστεύεις ό,τι πιστεύεις… Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτό του. Η ευτυχία του είναι να δαπανά, ακριβέστερον ακόμη: να δαπανάται….”
Ιωάννης Συκουτρής

Ο Ιωάννης Συκουτρής, παρέα με φίλους του στην Κύπρο.

Ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν Έλληνας φιλόλογος που διετέλεσε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνήσιο τέκνο του μεσοπολέμου εξέφρασε την αγωνία που γέννησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και βίωσε την οδύνη από την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας. Η απώλεια επίσης, της προσφιλούς πατρίδας του Σμύρνης, συσσώρευσε στη ψυχή του μεγάλη πικρία. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το εξαιρετικής ποιότητας έργο του, που δεσπόζουν οι εκδόσεις κι οι εισαγωγές στη “Ποιητική” του Αριστοτέλη, το “Συμπόσιο” του Πλάτωνα, αλλά και για την αυτοκτονία του σε νεαρή ηλικία. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που έδωσε τέλος στη ζωή του ο μεγάλος φιλόλογος και δάσκαλος, εξακολουθεί ωστόσο να κατέχει περίοπτη θέση στις συνειδήσεις των μυημένων, ενώ παραμένει παντελώς άγνωστος στο πλατύ κοινό. Υπήρξε μέγιστος στο χώρο του όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όλη την Ευρώπη.

Βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του ήταν το πάθος του κατά της ανευθυνότητας, το ίδιο πάθος τον χαρακτήριζε στο στίβο των ιδεών. Με πάθος πολεμούσε ό,τι δεν πίστευε, ποτέ όμως δεν καταδίκαζε τους εκφραστές αντιθέτων απόψεων ούτε φυσικά τους απέκλειε από τον πνευματικό του κύκλο. Λεπτοκαμωμένος, με πρόσωπο χλωμό που φωτιζόταν από ένα θερμό χαμόγελο, ανέβαινε στην έδρα κι ασκούσε τη γοητεία του με το στοχαστικό και συναρπαστικό του λόγο. Βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του ήταν το πάθος του κατά της ανευθυνότητας, το ίδιο πάθος τον χαρακτήριζε στο στίβο των ιδεών. Το αμφιθέατρο, όταν δίδασκε, ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτο, κάτι που ενοχλούσε , φυσικά, τους συναδέλφους του καθηγητές. Η διδασκαλία του συνδύαζε την εμβρίθεια και την έξαρση. Κατάφερνε ακόμη και τα πιο ανιαρά κείμενα να τα μεταμορφώνει σ’ εναργές και συναρπαστικό γεγονός. Μέρος του πολυπληθούς ακροατηρίου του ανήκε σε διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους, ωστόσο, στο τέλος της διάλεξης ακολουθούσαν ενθουσιώδεις και θερμές εκδηλώσεις αποδοχής. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις υποστήριζε ότι:

“Ο δάσκαλος οφείλει να ζωντανεύει το κείμενο, να το ζει και να το δίδει όπως ένας ηθοποιός”.

Γεννήθηκε 1η Δεκέμβρη 1901, στη λαϊκή συνοικία Γιοφύρι της Σμύρνης, πρωτότοκος γιος φτωχής οικογένειας με χιώτικη καταγωγή, βιοπαλαιστές. Τα οικονομικά μέσα της οικογένειάς του ήτανε περιορισμένα αλλά οι εξαιρετικές σχολικές επιδόσεις του, από το δημοτικό κιόλας εξασφάλιζαν την οικονομική υποστήριξη της Αρχιεπισκοπής Σμύρνης ώστε να κατορθώσει να ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο σχολείο. Οι φιλολογικές του επιδόσεις φάνηκαν ήδη από τα κείμενα που έγραφε σε σχολικό περιοδικό κι από την ικανότητα χειρισμού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Τον στήριξε ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος κι η Ευαγγελική Σχολή, που τον δέχτηκε υπότροφο για όλα τα μαθητικά του χρόνια. Το 1917 πεθαίνει ο πατέρας του. Το 1918 αποφοίτησε απ’ την Ευαγγελική Σχολή της Πόλης με άριστα. Αλλά το άριστα του πτυχίου του δε καλύπτει ούτε τις ατέλειωτες ώρες που πέρασε ξεκοκαλίζοντας τη πλούσια βιβλιοθήκη της Σχολής, ούτε τη ρητορική του δεινότητα, ούτε την ικανότητά του να συγγράφει στα αρχαία ελληνικά, ούτε τη συνεργασία του στο περιοδικό Αμάλθεια, όπου μαθητής ακόμα δημοσίευε φιλολογικές μελέτες με το ψευδώνυμο Αντιφών. Τελειόφοιτος ίδρυσε το φιλολογικό σύλλογο Επιστημονική Σμυρναίων Σύμβασις. Κατόπιν διορίστηκε δάσκαλος στην Αστική Σχολή, στη κωμόπολη (Μουραδιέ) Γκιαούρκιοϊ της Μαγνησίας κι εκεί οργάνωσε τον Εθνικόν Όμιλον, που τα μέλη του ορκίστηκαν να μη μιλούν παρά μόνον Ελληνικά.

Στα χρόνια του Α΄ Παγκ. Πολ. (1914-1919) οι νέοι της Σμύρνης ήσαν αποκλεισμένοι χωρίς καμιά δυνατότητα μετακίνησης προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Συκουτρής κατάφερε όμως να διαφύγει επιβιβαζόμενος σε ελληνικό πολεμικό πλοίο και να φθάσει στην Αθήνα ασφαλής το 1919. Γράφτηκε ως 2ετής στη Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1922. Η τάση του να ιδρύει άτυπους «συνδέσμους» επαληθεύτηκε κι εδώ. Γοργά συγκέντρωσε γύρω του ομάδα από Σμυρνιούς, φιλόλογους, -αλλά όχι μόνο-, συμφοιτητές και τους έπεισε να πάρουν έκαστος εν αρχαιοελληνικό όνομα: Πύθων ήταν ο Κ. Θ. Δημαράς, Ευφορίων ο Β. Τατάκης, Ιοφών ο Α. Καλογεράς, Μάγνης ο Ι. Τσικνόπουλος κ.λπ.

Αυτή η ομάδα, που αυτονομάστηκε Αθάνατη Παρέα, συνήθιζε να κάνει μακρινές πεζοπορικές εξορμήσεις στους αρχαιολογικούς τόπους, που τότε ήταν οι περισσότεροι άγνωστοι και δεν τους επισκέπτονταν παρά εγγλέζοι περιηγητές. Στην τοπογραφική, αρχαιολογική και γενικότερα αρχαιογνωστική ενημέρωση ο Συκουτρής πρωταγωνιστούσε, όπως αναμφισβήτητα πρωταγωνιστούσε και στις πολλές σοβαρές συζητήσεις της παρέας. Δεν ήταν μόνον οι απέραντες γνώσεις του, αλλά κι η ευστροφία κι η επιχειρηματολογική του δεινότητα που τον καθιστούσαν ακαταμάχητο, διαλεκτικά αντάξιο του σοφιστή Αντιφώντα του Ραμνούσιου, που συνέχιζε να χρησιμοποιεί το όνομά του, και βέβαια η παρέα δε παράλειψε στις εξορμήσεις της να επισκεφτεί (με τα πόδια!) τον Ραμνούντα.

Τα χρόνια των σπουδών του τα οικονομικά προβλήματα συνεχίζονταν, αλλά κάλυπτε τις ανάγκες του με εργασία ως βοηθός στο Σπουδαστήρι της Φιλοσοφικής Σχολής και με τα έσοδα από τις υποτροφίες του Σεβαστοπούλειου Διαγωνισμού, όπου συμμετείχε 2 φορές. Τα φοιτητικά του χρόνια τα πέρασε κοντά σε μια γερόντισσα θεία που του πρόσφερε στέγη σ’ ένα υγρό υπόγειο σε μια συνοικία του Πειραιά. Τα μεσημέρια, μη μπορώντας να πάει σπίτι του, κατέφευγε στον Εθνικό Κήπο. Εκεί κρυφά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών μελετούσε κι έτρωγε σε καθημερινή βάση ψωμί κι ελιές κυριολεκτικά. Άρχιζε ν’ αδυνατίζει επικίνδυνα και σχεδόν έφτασε στο προφυματικό στάδιο. Δύο καθηγητές του, που είχαν διαπιστώσει τη πενία του, αλλά και την αξία του, του υπέδειξαν να πάρει μέρος σε έναν διαγωνισμό που προκηρυσσόταν μεταξύ των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής. Φυσικά ήλθε πρώτος και το χρηματικό έπαθλο τον ανακούφισε αρκετά.

Φυσικά αποφοίτησε κι από κει με το άριστα, τον Ιούλιο του 1922 κι άρχισε αμέσως να ετοιμάζει την επιστροφή στη Σμύρνη προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σα φιλόλογος και στρατιώτης, τα γεγονότα όμως τον πρόλαβαν. Η άλωση της Μ. Ασίας ήτανε γεγονός. Ο ίδιος ονόμασε την χρονιά κείνη έτος συμφοράς. Αυτή η καταστροφή ματαιώνει τα σχέδιά του. Όσο κι αν ήθελε να συνεχίσει ανώτερες σπουδές, έπρεπε μετά το θάνατο του πατέρα να συντηρήσει την οικογένειά του. Τα επόμενα 2 χρόνια μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας και παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη ποικίλων εκφάνσεων του κυπριακού πολιτισμού και προσπάθησε να οργανώσει την πνευματική και επιστημονική ζωή του τόπου ιδρύοντας συλλόγους κι εκδίδοντας τα Κυπριακά Χρονικά. Απίστευτο κι αξίζει να σημειωθεί λεπτομερέστερα, το τι κατόρθωσε μέσα σε 20 μήνες περίπου, όσο έμεινε κει.

Παράλληλα με τη διδασκαλία, που τον απασχολούσε 32 ώρες τη βδομάδα και που η επιτυχία της του χάρισε την εκτίμηση και τη φιλία του Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου, ο νεοδιόριστος φιλόλογος ιδρύει (τι άλλο;) έναν Όμιλο Νέων στη Λάρνακα, δίνει διαλέξεις, συμμετέχει ενεργά στην ιδρυτική κίνηση του Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, εκδίδει την Επιστημονική Επετηρίδα των καθηγητών κι ένα περιοδικό δικό του, τα Κυπριακά Χρονικά, όπου δημοσιεύει πλήθος λαογραφικές, αρχαιολογικές, παλαιογραφικές, ιστορικές κ.λπ. μελέτες σε κυπριακά θέματα. Το υλικό τους το συγκεντρώνει πεζοπορώντας βδομάδες ολάκερες στα χωριά και τις πολιτείες του νησιού. Ο στόχος του, όσο ήταν στην Κύπρο, έχει διατυπωθεί από τον ίδιο:

“Σκέπτομαι, ή μάλλον ελπίζω να μη μείνω κι άλλον χρόνον, αλλ’ ακριβώς δι’ αυτό θέλω ν’ αφήσω καλήν ανάμνησιν και προσέτι, το σπουδαιότερον, ακριβώς δι’ αυτό δεν θέλω να φειδωλευθώ τας δυνάμεις μου εις το να δώσω μίαν ώθησιν εις την Σχολήν και τον τόπο. Πρέπει να δώσω απ’ τα Κυπριακά Χρονικά κατεύθυνσιν στους εδώ λογίους, να εξακολουθήσουν ό,τι προσπάθησα ν’ αρχίσω. Η εργασία μου εδώ κι η προσπάθειά μου είναι μάλλον να δημιουργήσω επιστημονική ζωή παρά να εργασθώ επιστημονικά, και πιστεύω πως κάτι κατόρθωσα. Αν θα εξακολουθήσει, άλλος λόγος. Είναι μια αρχή κι είναι η πρώτη απόπειρα”.

Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα κι εργάζεται σα βοηθός του Φιλοσοφικού Σπουδαστηρίου στο Πανεπιστήμιο. Το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, παντρεύεται τη Χαρά Πετυχάκη (που δικαίωνε και τα δυο της ονόματα) κι αναχώρησε για σπουδές Κλασικής Φιλολογίας στη Γερμανία, -με υποτροφία-, όπου παρέμεινε μέχρι το 1929.


Σπούδασε στα πανεπιστήμια Βερολίνου και Λειψίας κοντά στους 2 μεγαλύτερους φιλολόγους της εποχής: U. von Wilamowitz-Μoellendorff και W. Jaeger. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο παραγωγικά σε φιλολογικές μελέτες τις οποίες δημοσίευε σε πολλά φιλολογικά περιοδικά και για λίγο μετέβη στη Γαλλία, όπου μελέτησε κι εκεί κάποια ελληνικά χειρόγραφα. Η διδακτορική του διατριβή είχε θέμα τον “Επιτάφιο” του Δημοσθένη για τους πεσόντες Αθηναίους οπλίτες της Χαιρώνειας, οποίος εθεωρείτο νόθο έργο κι ο Συκουτρής απέδειξε ότι ήταν γνήσιο. Ενδεικτικό της φήμης που απέκτησε είναι το γεγονός ότι ο Wilamowitz τον είχε εντάξει στο φιλολογικό σύλλογο Graeca Wilamowitziana, αποτελούμενος από φιλόλογους, που στις συναντήσεις τους ερμήνευαν κλασικούς Έλληνες συγγραφείς. Ήτανε το μόνο μέλος μη γερμανικής καταγωγής που συμμετείχε στον σύλλογο.

Η μαθητεία του εξελίσσεται γρήγορα σε επιστημονικό θρίαμβο. Οι εργασίες του για το Δημοσθένη, το Σπεύσιππο, τους Σωκρατικούς, την αρχαία ελληνική και βυζαντινή Επιστολογραφία κ.λπ. εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία και την ευστοχία τους. Οι σοφοί της Δύσης δε φείδονται σ’ επαίνους για τον νεαρό έλληνα φιλόλογο, που τους βάζει τα γυαλιά, και τα πιο έγκριτα περιοδικά (HERMES, ZEIT, BYZANTINISCHE, Αθηνά) προσφέρουν τις σελίδες τους για να δημοσιευτούν άρθρα και κριτικές του. Ξεχωριστή τιμή: Ο διάσημος εκδοτικός οίκος Τeubner του εμπιστεύεται να συνεχίσει την έκδοση του Δημοσθένη, που είχε διακοπεί με το θάνατο του Fuhr.

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να διδάσκει στο Αρσάκειο και παράλληλα διορίζεται βιβλιοθηκάριος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1930 εξελέγη παμψηφεί υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο μόλις 30χρονος Συκουτρής έχει ήδη να επιδείξει μιαν επιστημονική προσφορά, που άλλοι θα ‘τανε περήφανοι να την είχαν ως έργον ολάκερης ζωής και συνεχίζει. Συμμετέχει ολόψυχα στην ακαδημαϊκή και πνευματική ζωή της Αθήνας. Οι πανεπιστημιακές αίθουσες όταν διδάσκει, πλημμυρίζουν από φοιτητές, που στο πρόσωπό του βρήκανε τον αληθινό δάσκαλο. Με τα λόγια του Π. Κανελλόπουλου:

“Ο Συκουτρής αγάπησε αληθινά και με μια βαθιά ιστορική ευθύνη τη γενιά που τάχθηκε να διαπαιδαγωγήσει, δηλαδή τους νέους της εποχής του, αλλά και τη νεότητα ως μορφή ζωής πέρ’ από κάθε παροδικό σταθμό του χρόνου, αγάπησε βαθιά το έργο του, αγάπησε τη μοίρα της γης του και την πορεία του έθνους του”.

Αμέσως σχηματίζεται γύρω του ένας κύκλος από αφοσιωμένους μαθητές. Παράλληλα με τη διδασκαλία του ίδρυσε τον Φιλολογικό Κύκλο που λειτούργησε μεταξύ στενού κύκλου φοιτητών και σχετίζονταν με τη νεοελληνική και ξένη λογοτεχνία και το Επιστημονικό Φροντιστήριο για τη κλασική φιλολογία. Στις διαλέξεις του, αληθινές μυσταγωγίες, δεν περιορίζεται στην αρχαιότητα, αλλά προχωρεί να ερμηνέψει, πάντα με διεισδυτικότητα, ευαισθησία κι εκφραστική άνεση που τον διακρίνουν, αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και νεοέλληνες ποιητές. Το εναρκτήριο μάθημά του, 2 χρόνια αργότερα, είχε το θέμα «Φιλολογία Και Ζωή» (1931). “Πόσον είναι εύμορφον να την ζη κανείς και να μελετά ταυτοχρόνως την ζωήν” είχε γράψει ήδη το 1924. Την ίδια εποχή, σε ιδιωτικό του γράμμα, είχε ξεκαθαρίσει και τις απόψεις του στο γλωσσικό. Με αφορμή μιαν έμμεση επαφή του με τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, γράφει:

“…Τώρα, αν είναι οπισθοδρομικότης το να είναι κανείς καθαρευουσιάνος ή όχι, άλλο ζήτημα, που δεν ημπορώ να σου αποδείξω. ‘Αλλωστε την καθαρεύουσαν δεν χρησιμοποιώ παρά μόνον εις την επιστήμην και δεν θέλω να έχω την ψευδή παράστασιν ότι είμαι νεωτεριστής, κόπτων τα -ν- και τα αρχικά φωνήεντα για να με καταλαβαίνει ο λαός”.

Στάθηκε σε απόσταση από την ιδεολογία του δημοτικισμού χωρίς, φυσικά, να την αποκλείει. Καθαρευουσιάνος ή όχι, ήτανε βαθύτατα προοδευτικός, φανατικός βενιζελικός κι είχε κιόλας το 1923 στη Κύπρο φροντίσει να ενημερωθεί για το σοσιαλιστικό κίνημα, που αναπτυσσόταν. Παραγγέλλει να του στείλουν από την Αθήνα πλήθος φιλολογικά βιβλία, αλλά και το “Κεφάλαιο” του Μαρξ, το “Σοσιαλισμό” του Richard, το “Η Γυνή Κι Ο Κοινωνισμός” του Βebel κι άλλα ανάλογα:

“…εμπρός να σε ιδώ να μου στείλεις ολόκληρον βιβλιοθήκην σοσιαλιστού”.

Παράλληλα με τις παραδόσεις μαθημάτων εκεί, τις δημοφιλείς διαλέξεις και τα σεμινάρια σε ποικίλα θέματα, όχι μόνο κλασικής, αλλά νεοελληνικής και σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, συνέχισε το επιστημονικό του έργο. Δίδαξεν επίσης στη Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, την Σχολή Κοινωνικής Προνοίας και το 1936 στο Ασκραίον το οποίο ήταν μια ανωτέρα σχολή λογοτεχνικής μόρφωσης με πρόεδρο τον Παλαμά κι αντιπροέδρους τον Ξενόπουλο και Ν. Λούβαρη. Ανέλαβε πρωτοβουλία για οργάνωση της Ελληνικής Βιβλιοθήκης Ακαδημίας Αθηνών, που περιλάμβανε σχολιασμένες και μεταφρασμένες εκδόσεις κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το 1933 του προτάθηκε η έδρα της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Πράγας, αλλά δε δέχτηκε τη θέση, αντίθετα, θέτει υποψηφιότητα για τη χηρεύουσα έδρα Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φυσικά αποτυγχάνει. Το 1934 εξέδωσε υποδειγματικά τον πρώτο τόμο της σειράς, το “Συμπόσιο” του Πλάτωνα, κι άρχισε να προετοιμάζει την έκδοση της “Ποιητικής” του Αριστοτέλη (που εκδόθηκε το 1937 μετά τον θάνατό του). Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τeubner μια σειρά από έργα του Δημοσθένη, όσα είχε προλάβει να επεξεργαστεί.

Δημοσίευσε πλήθος μελετών για ποικίλα θέματα. Εκτός από μελέτες κι εκδόσεις κλασικής φιλολογίας, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με θέματα βυζαντινής φιλολογίας. Το διδακτορικό που ολοκλήρωσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε θέμα βυζαντινής φιλολογίας (Μιχαήλ Ψελλού, “Βίος & Πολιτεία Του Οσίου Αυξεντίου Κατά Πρώτον Εκδιδόμενος”) και μία απ’ τις σημαντικότερες μελέτες του ήταν η ανακοίνωσή του για τα προβλήματα της βυζαντινής επιστολογραφίας. Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως και με θέματα λογοτεχνίας (όπως τα άρθρα του “Γραμματολογία” και “Κριτική”, που συνέταξε για τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια) κι ειδικότερα νεοελληνικής φιλολογίας, στην οποία η συμβολή του ήταν πολύ σημαντική τόσο με μελέτες, όπως η ερμηνεία του “Δωδεκάλογου Του Γύφτου” του Παλαμά ή το άρθρο για τις κριτικές εκδόσεις νεοελληνικών κειμένων, όσο και με θεωρητικά κείμενα για την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία θεωρούσε αναγκαία για την κατανόηση της κλασικής γραμματείας. Είχε μάλιστα προτείνει το 1932 ίδρυση αυτόνομης έδρας Νεοελληνικής Φιλολογίας (η οποία ως τότε ήταν ενιαία με την έδρα Μεσαιωνικής Φιλολογίας).

Το 1936 υπέβαλε για 2η φορά υποψηφιότητα για την έδρα καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή. Στάθηκε μακριά από το κατεστημένο του Πανεπιστημίου γιατί πίστευε ακράδαντα στη σύνδεση της φιλολογίας με την κοινωνία. Κάτι που ο ακαδημαϊκός κύκλος αρνιόταν πεισματικά. Το συμπλεγματικό, μικρόψυχο και ζηλότυπο ακαδημαϊκό περιβάλλον δεν τον αποδεχόταν. Ο ασήμαντος καθηγητάκος που 'λυνε κι έδενε στη Φιλοσοφική Σχολή ονόματι Εξαρχόπουλος δε ντράπηκε να του πει θρασύτατα και κατάμουτρα, ενώπιον της συγκλήτου:

“Γνωρίζομεν ότι είσθε ο κράτιστος των φιλολόγων τους οποίους παρήγαγεν η Ελλάς μετά τον Κοραή, αλλά δε θα γίνετε καθηγητής διότι δεν είσθε ιδικός μας”!

Από κείνη τη χρονιά και με αφορμή το κεφάλαιο της εισαγωγής του “Συμποσίου” που αναφερόταν στις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα κι ειδικότερα στη παιδεραστία, άρχισε να δέχεται πολλές επιθέσεις από ακαδημαϊκούς κι εξωακαδημαϊκούς κύκλους, αρχικά από την εφημερίδα Επιστημονική Ηχώ και στη συνέχεια από διάφορους συλλόγους κι από την Ιερά Σύνοδο. Για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του 2 μηνύσεις. Τόσο πλούσια κι αξιοζήλευτη επιστημονική παραγωγή, τόση επιτυχία στις ακαδημαϊκές παραδόσεις, τόση ακτινοβολία στην πνευματική ζωή της Αθήνας, τόσο φως, δεν μπορούσαν παρά να προκαλέσουν το φθόνο. Φοβισμένοι οι αντιδραστικοί πανεπιστημιακοί κύκλοι, πως θα χάσουν οριστικά το παιχνίδι, θορυβημένοι οι ανάξιοι κι οι υποκριτές, πανικόβλητα τα σκοταδιστικά κυκλώματα ενώθηκαν σε μέτωπο και εξαπόλυσαν την επίθεσή τους. Με αφορμή κάποιες προχωρημένες σκέψεις του, καταχωρημένες στα προλεγόμενα και τα σχόλια του “Συμποσίου”, ακόνισαν τη γλώσσα και τις πένες τους, κίνησαν τον κίτρινο τύπο, επιστράτεψαν ακόμα και το πεζοδρόμιο, για να δυσφημίσουν ό,τι καλύτερο είχε τα χρόνια εκείνα να επιδείξει η ελληνική διανόηση, τον φιλόλογο που υποσχόταν να φανεί αντάξιος του Α. Κοραή. Ακόμη κι η Εκκλησία τον έβαλε στο στόχαστρο της. Απομόνωσε φράσεις από το κείμενό του παρασιωπώντας δολίως τα συμφραζόμενα και παρερμήνευσε (η Εκκλησία) σκόπιμα τις προθέσεις του συγγραφέα ώστε να τον εκθέσει ανεπανόρθωτα στο θρησκευόμενο (!) κοινό.

Δεν αξίζει ούτε τα ονόματα ούτε τα επιχειρήματά τους να μνημονευτούν, μιας κι η φύση τους, τα κίνητρα κι η μέθοδός τους είναι γνωστά και δεν ήταν τότε η μόνη φορά που επιδίωξαν και κατάφεραν να σκοτώσουν μιαν ελληνική ελπίδα. Δεν ήταν μεγάλος φιλόλογος με τα τότε ή τα τωρινά ελληνικά πανεπιστημιακά μέτρα. Ήτανε λαμπρός επιστήμονας μ’ ευρωπαϊκή και κυρίως γερμανική αναγνώριση. Ελαμπε -παρά το νεαρό της ηλικίας- δίπλα στα μεγάλα ονόματα των Ευρωπαίων Ελληνιστών. Το τι στερήθηκαν οι κλασικές, βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές με τον πρόωρο θάνατό του μόνο να το εικάσουμε μπορούμε. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε μια συνολική εκτίμηση της προσφοράς του στα γράμματά μας. Δεν υπάρχει καν μια έκδοση των “Απάντων” του.

Το καλοκαίρι του 1937 ταξιδεύει με μιαν ομάδα φοιτητών του στη Γερμανία. Γυρίζει απογοητευμένος. Τι και πόσα είδε στη ναζιστική Γερμανία μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο, πάντως είδε με τα μάτια του τη κατάρρευση του γερμανικού ιδεώδους με το οποίο είχε γαλουχηθεί. Σ’ όλες αυτές τις απογοητεύσεις προστέθηκε και μια συναισθηματική -όλα είναι ανθρώπινα!- γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. ‘Αλλη μια αιτία λοιδορίας από τους εχθρούς του γιατί έτυχε να ‘ναι… έγγαμος. Ο Ιωάννης Συκουτρής πέρασε σαν αστροβολίδα από τη φιλολογική επιστήμη και την ακαδημαϊκή έδρα και χάθηκε. Η απώλεια ήταν τεράστια, τόσο για τα ελληνικά γράμματα όσο και για τη πανεπιστημιακή διδασκαλία, όταν ανέβηκε στην Ακροκόρινθο να προετοιμαστεί κι έδωσε τέλος στη ζωή του.

Πληγωμένος βαθιά και μη μπορώντας να καταλάβει πώς και γιατί ο αγώνας του για το Καλό ξεσήκωσε γύρω του τόσο μεγάλη κι άδικη κατακραυγή, πως η αγάπη του προκάλεσε το μίσος, προτίμησε να πεθάνει. Αυτοκτόνησε 21 Σεπτέμβρη 1937, σ’ ηλικία 36 μόλις ετών. Πραγματοποίησε με τον πιο ρωμαλέο τρόπο την άποψη του ότι “η ζωή είναι ένταση κι όχι έκταση”. Κρίμα, γιατί χάθηκε ένας εκλεκτός άνθρωπος, ο πλέον έξοχος φιλόλογος που, αν ζούσε θα μας παρέδιδε μέγα και πολύτιμο έργο. Οι στίχοι του Σικελιανού δίνουν φωνή σε κείνους που ορφάνεψαν με τον θάνατό του, που ένιωσαν το μέγεθος της απώλειας, και τον θρήνησαν.

Στο μυστικόν ανήφορο, τον ύστερο που πήρες,
ψηλά στον Ακροκόρινθο, να ξάστραψαν μπροστά Σου,
ως την κορφή της ‘Ασκησης, σα νάταν μια, τρεις Μοίρες;
Α, πως εχτύπα δυνατά, την ώρ’ αυτή, η καρδιά Σου!
Κάτου στον κάμπο, ταπεινές φωνές, πικρές και στείρες,
στη χλαλοή τους έσμιγαν, ανόσια, τ’ όνομά Σου.
Απάνω κει, σα ν’ άνοιγαν οι αιώνιες του Πηγάσου
φτερούγες, του άνεμου γλυκά πώς έπαιζαν οι λύρες!
Κι α, πώς θα νάταν δυνατό, σα γύριζες και πάλι
στον όχλο, για την άνιση που Σε καρτέραε πάλη,
όλο Σου το αίμα μονομιά ξοπίσω να μη φύγει,
με την ιερή που στόθρεψε πλατωνική μανία,
βαθιά, προς την απόκρυφη του Ηράκλειτου Αρμονία
που, πάνω κι απ’ το θάνατο, την αφουγκρώνται οι Λίγοι;

Το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού του έργου είναι κατεσπαρμένο σ’ ελληνικά και ξένα περιοδικά. Το συγγραφικό του έργο υπήρξε ογκώδες, αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι έφυγε από τη ζωή μόλις 36 ετών. Αυτοτελώς εξέδωσε:

Κυπριακά Χρονικά, 1924. Περιοδικό.
Ασχολήθηκε και έγραψε πολλές μελέτες σχετικά με τον κοινωνικό ρόλο της επιστήμης γενικά. Προς τούτο μετέφρασε (πρώτος στην Ελλάδα) το κλασσικό έργο του Μax Weber “Η Επιστήμη Ως Επάγγελμα”.
“Εμείς Οι Αρχαίοι” 1928 (Μετέφρασε το κλασσικό έργο του Ζielinski και το συμπλήρωσε με βαθυστόχαστα επιλεγόμενα, αποδεικνύοντας ότι η εθνική συνείδηση των Ελλήνων αναπτύχθηκε μετά τη δημιουργία του εθνικού κράτους).
“Φιλοσοφία & Ζωή”, 1931. Εναρκτήρια ομιλία.
“Η Διδασκαλία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” 1932,
“Αρχαίος & Νεότερος Λυρισμός” 1932,
“Πλατωνικός Ευαγγελισμός” 1932
Υπόμνημα προς την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών: (αντί χειρογράφου), 13 Δεκέμβρη 1933
“Δημοσθένους Λόγοι”. Μετάφραση στα Γερμανικά.
“Πλάτωνος Συμπόσιον” κείμενον, μετάφρασις κι ερμηνεία, Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1934
“Αριστοτέλους Περί Ποιητικής”. Μετάφραση υπό Σίμου Μενάρδου. Εισαγωγή, κείμενο κι ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή. Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1937.
(Τα 2 τελευταία είναι τα έργα με τα οποία εγκαινιάσθηκε η Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών).
Το 1956 κυκλοφόρησε ένας τόμος με ελληνόγλωσσα κείμενά του, “Μελέται & ‘Αρθρα” κι επανεκδόθηκε το 1982 από το Ίδρυμα Σχολής Μωραϊτη. Επίσης πρόσφατα εκδόθηκε από το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας ο 1ος τόμος των γερμανόγλωσσων μελετών του, μεταφρασμένες από τους Δ. Ιακώβ κι Α. Ρεγκάκο, ενώ αναμένεται να εκδοθεί σύντομα κι ο 2ος τόμος, σε μετάφραση του Η. Τσιριγκάκη.


Σκόρπια και δυσεύρετα κάποτε κείμενα, που κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ναι προσιτά στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Επιπλέον λείπει η κριτική βιογραφία του ανδρός. Θεωρείται ένας από τους ικανότερους κριτικούς κι ερμηνευτές αρχαίων φιλολογικών κειμένων. Κριτική έρευνα έκανε και σε βυζαντινά και νεότερα φιλολογικά κείμενα. Μέσα από τη διδασκαλία του πρόβαλε την πατριδολατρεία, την αγωνιστικότητα και τη πειθαρχημένη ελευθερία έναντι στις υλιστικές θεωρίες, τον παθητικό τρόπο ζωής και την ανευθυνότητα. Μες από τη ζωή και το έργο του διαφαίνεται η πίστη του στην αριστοκρατία του πνεύματος, στον ελληνισμό, στη προσωπική τιμή και στον ηρωισμό.
Οσο ζούσε όχι μόνο δεν πέρασε απαρατήρητος, αλλά το αντίθετο· εκτιμήθηκε ακόμη και στον ελληνικό χώρο και καταπολεμήθηκε λυσσαλέα από το πανεπιστημιακό περιβάλλον των Αθηνών. Ο πόλεμος εναντίον του από μια ορισμένη ομάδα στο πανεπιστήμιο κι έξω απ’ αυτό ξεπέρασε ακόμη και τα όρια της βιολογικής του παρουσίας. Οι αντίθετες απόψεις, γιατί εκφράστηκαν και τέτοιες, ήταν λίγες κι αναποτελεσματικές. Πεδίο μάχης η ερμηνεία του “Συμποσίου”. Η λιβελογραφία εναντίον του ξεκίνησε και κράτησε στο τέλος από το περιοδικό Επιστημονική Ηχώ αλλ’ ενισχυόταν κι από προφορική φημολογία. Δεν είναι σίγουρο αν τους πολεμίους του ενόχλησαν τα σχόλια στο “Συμπόσιο” ή η υποψηφιότητά του για τη καθηγητική έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που διεκδικούσαν κι άλλοι.

Φιλοσοφία Της Ζωής

Στο βιβλίο αυτό του Ι. Συκουτρή, περι­έχονται 3 κεφάλαια βασισμένα σ’ αντίστοιχα μαθήματά του προς την Ελευθέρα Σχολή Κοινωνικής Προνοίας. “Το Νόημα Της Ζωής”, “Περί Του Προβλήματος Της Ευτυχίας”, “Τύποι Αντιλήψεως Της Ζωής”. Σ’ αυτό το τελευταίο, ανα­φέρεται σ’ έξι περιπτώσεις αντιλήψεως της ζωής, που αντιστοιχούν σ’ έξι ιδεατούς ανθρώπινους τύπους. Έτσι, αφού περιγράψει τη θρησκευτική, τη μηδενιστική, την ευδαιμονιστική, την ανθρωπιστική αντίληψη της ζωής και την αντίληψη του αντικειμενικού έργου, θα καταλήξει αναφερόμενος στην ηρωική αντίληψη της ζωής. Αυτό το τελευταίο, υπέροχο κείμενο παρατίθεται εδώ.

Η Ηρωική Αντίληψις Της Ζωής

Η ηρωική αντίληψις της Ζωής αναχωρεί από την αρχήν, ότι η Ζωή είν’ ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος, χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας. Επομένως και ο άνθρωπος, κάθε γενεάς, αποτελεί μίαν συνεχή  μ ε τ ά β α σ ι ν  προς κάτι άλλο, προς κάτι ανώτερον. Όχι προς ένα διαφορετικόν είδος οργανικού όντος (τον υπεράνθρωπον π.χ. του Nietzsche), αλλά προς το να γίνη φορεύς μιας ανωτέρας, δηλαδή εντονωτέρας και πλουσιωτέρας μορφής της Ζωής. Έτσι κάθε άνθρωπος αξιόλο­γος είν’ ένας  πρόδρομος,  που αντλεί το νόημα της υπάρ­ξεώς του όχι από το παρελθόν ούτ’ από το παρόν, αλλ’ από το μέλλον και μόνον. Το παρελθόν ως παρελθόν το αγνοεί, προς το παρόν ευρίσκεται εις πόλεμον συνεχή. Όχι μόνον προς εκείνο το παρόν, το οποίον δεν είν’ εις την ουσίαν του παρά επιβίωσις του παρελθόντος, ή μάλλον διατήρησις του σώματος αυτού οφειλομέν’ εις την δειλίαν ή την νωθρότητα των συγχρόνων ανθ­ρώπων· ο ηρωικός άνθρωπος μάχεται και προς το γνήσιον πα­ρόν, το παρόν που ζη γύρω του και ζη μέσα του.

Και εδώ ακριβώς κείται η  τ ρ α γ ι κ ό τ η ς  του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, τού οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν – και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ’ εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του, που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ’ αυτόν τον τρόπον χρη­σιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί. Έτσι τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτόν του, εκλέγων ούτως ειπείν το επικινδυνότερον σημείον, μέσα εις την ορμήν και την οργήν παντοδαπών συγκρούσεων.  Συγκρούσεων προς τούς συγχρόνους του, οι οποίοι τον μισούν, διότι μισούν το μέλλον εις το πρόσωπόν του. Συγ­κρούσεων προς τον ίδιον τον εαυτόν του, μιας πάλης μεταξύ της πραγματικότητάς του, που ανήκει εις το παρόν, και των δυ­νατοτήτων του, που ανήκουν εις το μέλλον, που ε ί ν α ι το μέλλον, που θα τας πολεμήση και πάλιν εν ονόματι άλλων δυνα­τοτήτων από την στιγμήν που θα γίνουν πραγματικότης.
 

Κατ’ αυτόν τον τρόπον ζη  τ α υ τ ο χ ρ ό ν ω ς  ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισ­σότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ’ εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.
Αισθάνεται πως είναι διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς – περισσότερον ως μάρτυς, αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματ’ άμεσα, με αριθμούς και μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου.

Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθε­λουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ’ άστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Αλ­λά θα το κάνη όχι από πνεύμ’ αλτρουισμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις την ετοιμότητα του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η  α ι σ θ η τ ι κ ή,  θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ’ είναι  π ρ ο ν ό μ ι ο ν  των εκλε­κτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται  υ π έ ρ  των άλλων,  υ π ό  των άλλων – το πολυτιμότερον προνό­μιον! 

Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν’ ο καρπός – αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση, διά ν’ αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν’ εκείνος που θάπτεται διά να εορτασθή η  α ν ά σ τ α σ ι ς,  και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει. Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδε­μή, η ηρωική αντίληψις θα ήτο ιδεώδες θανάτου μόνον όχι μορφή ζωής -και τι ζωής! 

Ο ηρωικός άνθρωπος και μόνος αυ­τός ζη  έ ν τ ο να  και  π λ ο ύ σ ι α  ολόκληρον την ζωήν. Αλ­λά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοού­μεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βά­θος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας τού χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμο­νής. Έπειτα, τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση – και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης αλλά το να  δ ί δ η ς.

Η έντονος αυτή ζωή είναι κατ’ ανάγκην  π ο λ υ μ ε ­ρ ή ς,  τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν’ αναγνωρίσουν εις ένα σύγχρονόν των τον όλβον των αγαθών, που δεν έχουν εκεί­νοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς μορφάς ζωής συγ­χρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή διά να ικανοποιήση την περιέργειάν του.  Μ έ σ α  τ ο υ  ζη όλας αυτάς τας μορφάς της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του και τας αποδίδει με τον  προσωπικόν  του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ’ ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον κάθε σπόρος άνετα θ’ ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής ο μεγαλοφυής, που ζη μέσ’ απ’ όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνον πολλάς μορφάς Ζωής· συγκλονισμούς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβε­ται πολλούς, μυρίους θανάτους αποθνήσκει.

Αλλ’ η πολυμέρεια αυτή δεν σημαίνει και  δ ι ά σ π α σ ι ν,  απώλειαν έρματος ατομικού, διάχυσιν και θόλωμα του πυρήνας της προσωπικότητας – αυτό συμβαίνει στους πολλούς, όταν ποτέ θελήσουν να είναι πολυμερείς. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον η πολυμέρεια δεν αίρει τη συγκέντρωση· τη καθιστά ισχυρο­τέρα, την  α π ο δ ε ι κ ν ύ ε ι  ισχυροτέραν. Δεν θα ήτον ηρωικός άνθρωπος, αν δεν ήτο μία δυνατή προσωπικότης, και δυνατή προσωπικότης σημαίνει ισχυρόν κεντρικόν εγώ, που να συγκρατή τας ψυχικάς περιπετείας και τα εξωτερικά περι­στατικά, τα πετάγματα και τα ενδιαφέροντα εις μίαν σφικτο­δεμένην ενότητα όχι μόνον χρονικής διαδοχής, αλλά συνο­χής λογικής, αναγκαιότητος ηθικής.
 

Η πολυμέρεια του ηρωικού ανθρώπου παρέχει πολλάκις την εντύπωσιν  αντιφατικότητος.  Είναι τόσον πλουσία η προσωπικότης του, ώστε το καθένα της μέρος, η καθεμία της πλευρά, θα ημπορούσε ν’ αποτελή (και αποτελεί διά τους πολ­λούς) έναν αυτόνομον κόσμον, διαφορετικόν από τον κόσμον που θα ημπορούσε ν’ αποδώση μία άλλη πλευρά του. Είναι λοι­πόν ν’ άπορής πώς οι πολλοί τας ευρίσκουν ασυμβιβάστους; Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι οδηγούν το αμαξάκι των «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» από τους δρόμους τους στρωτούς και τους ήσύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει, που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα – και το καθένα των σπεύδει ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την ορμητικότητα και την επαναστατι­κότητα. Ειδεμή, τί θέλγητρον θα είχε δι’ αυτόν η ηνιοχεία; Το «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» δεν το ξέρει· λογαριάζει και τας πτώ­σεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις δίδετ’ ευκαιρία και ανυψώσεων.

Πράγματι ο  π ό λ ε μ ο ς  κι ο  κ ί ν δ υ ν ο ς  είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ’ η  ε π ι τ υ χ ί α.  Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε νίκη· είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη – να σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και υφεκατοστόμετρα. Αλλ’ ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη την νίκην ως ευκαιρίαν μόνον να ζήση έντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των τριακοσίων εις τας Θερμοπύλας…

Άλλωστε γενικώς η επιτυχία είναι διά τον ηρωικόν άνθρω­πον μία λέξις, μία πραγματικότης ίσως -όχι  α ξ ί α.  Δεν την ξέρει, ούτε τον ξέρει εκείνη. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις τον εαυτόν του, θα ήτο δι’ αυτό απογοητευμένος. Αν επίστευεν ολι­γώτερον εις της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτο απαισιόδοξος. Αλλ’ επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοπού, που ευρίσκετ’ έξω μας, κι εκείνος έχει  μ έ σ α  τ ο υ  τον σκοπόν και το νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ’ ή ζωή του ούτ’ η ευτυχία του. Και τί μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να τού προσφέρη;

Έπειτα η επιτυχία σημαίνει φρόνησιν, και η φρόνησις είναι προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα,  κ α τ α β ι­ β α σ μ ό ς  δηλαδή και ολιγάρκειά της, διά να συμμορφωθή προς την καθημερινότητα του εξωτερικού κόσμου. Ενώ η σοφία και η αποστολή του ηρωικού είναι ν’  α ν α β ι β ά σ η  τα πράγματα προς την ψυχήν του, να τα γεμίση με νόημα τόσον, ώστε να γίνουν αντάξιά του. Δι’ αυτό παρέχει την εντύπωσιν άφρονος κι  ε ί ν α ι  άφρων. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητας, η οποία είναι κατά βάθος όκνος και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ’ ημπορεί ακόμη να πιστεύη, ανεπιφύλακτα.

Ο ηρωικός άνθρω­πος είν’ ο αιωνίως νέος – τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι διά τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που βαδίζουν ήσυ­χα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βα­δίζει· χορεύει. Αυτός είν’ ο λόγος που θεωρείται και είναι άνθρωπος  α β ο ή θ η τ ο ς  εις την συνήθη πρακτικήν ζωήν. Και ένας άλλος λόγος: δεν έχει τη φρόνησιν να  δ υ σ π ι σ τ ή  προς τους γύ­ρω του. Να δυσπιστή προς τί; Διά ν’ αποφύγη κινδύνους; Μα αυτούς είναι ακριβώς, που αναζητεί η ψυχή του. Τούς αναλαμβάνει όχι από επαγγελματικήν συνήθειαν η από βιοπορι­στικόν καταναγκασμόν -οι ακροβάται και οι θηριοδαμασταί θα ήσαν τότε οι ηρωικώτεροι των ανθρώπων- αλλ’ ως εσωτερικήν προσταγήν της μοίρας του, ως το ιερώτερον δικαίωμα που τού δημιουργεί η υπεροχή του. Οι πολλοί καμαρώνουν δι’ όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι’ όσους υπεβλήθησαν· περιγράφουν τας επιτυχίας, που επραγματοποίησαν, και υπερηφανεύονται διά την εξυπνάδα των. Αλλά διά τον ηρωικόν άνθρωπον, το εί­δαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον ούτε ιδεώδες· ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι γενναιότερον και ωραιότερον ν’ αδικηθής παρά ν’ αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να εξαπατήσης.
 

Άλλωστε προς τί να εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεν­τρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τους άλλους, διά να τούς αντιγράφουν ή να τούς φθονούν ή και τα δύο μαζί. Απασχολούνται κατ’ ανάγκην, αφού δεν είναι τόσον πλούσιον το εγώ των, ώστε να τούς απασχολή εκείνο έντονα και ικανοποιητι­κά. Ο ηρωικός όμως αποτελεί ο ίδιος  κ έ ν τ ρ ο ν  τ ο υ  ε α υ ­τ ο ύ  τ ο υ,  ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τούς άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μο­ναξιάς του. Δι’ αυτό δεν καταδέχεται να φθονή, μήτε να παρα­βγαίνη με τούς άλλους· δεν χρειάζεται να βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ’ αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του.

Πουθενά δεν φαίνεται περισσότερον η  υ π ε ρ η φ ά ν ­ε ι α  του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον που δι­εξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση. Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι τού εστοίχισεν ως που να κατα­λήξη εις αυτάς, τι  τ ό λ μ η  εχρειάσθη – sapere aude, λέγει ο αρχαίος ποιητής – τι εσωτερικήν  ω ρ ί μ α ν σ ι ν  προϋποθέτει. Έτσι, ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ’ επιταγήν ή ως προϊόν μιας συντόμου συζητήσεως.

Διά ν’ αποκτήση μήπως  ο π α δ ο ύ ς;  Είν’ αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν προπαγάνδαν διά τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ’ εκείνος γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμε­νον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ’ η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει. Όχι το  τ ι  πιστεύεις, αλλά το  π ώ ς  πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας ζωτικάς πεποιθήσεις σού ρυθμίζει κατά βάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπι­κόν· δεν ημπορείς μήτε να το δανεισθής, μήτε να το δανείσης. Έπειτα τι σημαίνει διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο αριθμός; Εκείνος θέλει, και ως πνευματικός άνθρωπος ακόμη, να εργάζεται, όχι να συνεργάζεται· είναι ανδρικώτερον…

Έτσι κι όταν υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει διά να τας επιβάλη· αλλά διά να μείνη όποιος είναι. Και ακρι­βώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των άλλων πολλάκις, αυτό και μόνον, πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι, οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.

Κι όμως σπείρει άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά· όπως το δέν­τρον που τινάζει τούς καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ’ ευρί­σκοντ’ αποκάτω είτε όχι αυτοί που θα τούς είναι χρήσιμοι. Έ­τσι κι ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του· ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση -όχι ν’ ανακοινώση·  ν α  τ ρ α γ ο υ δ ή σ η  μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του- να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ’ αγαπά, όχι διά να το πείση ούτε διότι φαν­τάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, διά ν’ ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.

Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι  ν α   δ α π α ν ά,  ακριβέστε­ρον ακόμη:  ν α   δ α π α ν ά τ α ι.  Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ’ αναπλη­ρώση εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπο­λογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός· ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά… Όσα και να σκορπίση, πάντοτ’ εκ του περισσεύματος θα είναι. Εκ του περισσεύματος αντλεί κι η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ’ αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κίβδηλα να είναι· ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; 

Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι’ αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Κι ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον. Και είν’ η χαρά του να σκορπά: όλα τ’ αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως  κ τ ή μ α τ α,  αλλ’ ως  χ ρ ή μ α τ α  (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι·  γ ί ν ο ν τ α ι  αγαθά, αφ’ ης στιγμής και εφ’ όσον δαπανώνται. Εις την εργασίαν  καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προ­θυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά, αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι’ αυτόν δράσις και κά­ματος. Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνά­μεις του σώματος και της ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ’ αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.

Το ίδιον και εις την πνευματικήν του εργασίαν: Δεν μελετά διά να γράψη ένα βιβλίον – η σκέψις είναι δι’ αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει – ή διά να επιτύχη εν αξίωμα. Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δί­δει ένα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών (προσωπικών και όταν έχη απ’ άλλους λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας άλλος θα επροφύ­λασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυ­πίαν. Κι είναι φυσικόν· αφού διατηρεί ζωντανά και καθαρά τα χαρίσματα του γνησίου αριστοκράτου: την μοναξιά του, το αίσθημα της ανεπιμειξίας, το θάρρος και την ικανότητα προς πε­ριφρόνησιν, τας μακροχρονίους αφοσιώσεις, την αρχοντικήν μεγαλοδωρίαν. Προ παντός το αίσθημα της προσωπικής τιμής, ενώπιον της οποίας όλα τ’ άλλα, πλούτος και μόρφωσις, εξουσία και υγεία, είν’ ένα μηδέν.
 

Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι  σύντομος. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν· ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρό­νια, αλλά πάντα θα είν’ ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλωστ’ η ηλικία είναι κάτι σχετικόν· δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν’ έννοια ηθική, όχι αστρονομική. Συνήθως όμως είναι σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου. Σύντομος διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ε ρ α σ ι θ ά ν α τ ο ς.
Βαδίζει προς τον θάνατον όχι διά ν’ αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδειλίασεν ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν  υ φ ί σ τ α τ α ι  τον θάνατον. Δι’ αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν είναι  π ά σ χ ε ι ν,  είναι  π ρ ά τ τ ε ι ν.  Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τούς δίδει αυτή το νόημα· διότι και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το τέλος, του οποίου είν’ η αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η τελείωσις. Αλλ’ ο πληθωρισμός της ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν’ εκμηδένισις πλέον. Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης – παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος, κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορ­φυράν του μεγαλοπρέπειαν.

Αν θα είν’ εκούσιος ο θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημα­σίαν. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος είναι πάντοτ’  ε ­κ ο ύ σ ι ο ς,  αφού ο δρόμος, που συνειδητά εδιάλεξε και βαδί­ζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε δια­λέγει συνήθως ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά του απόλυτον είναι: Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής, δεν εξαρτάτ’ από την συγκατάθεσίν σου· το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό αφήκεν ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη – διά τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.

Αλλ’ εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικά σπα το δο­χείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει – και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου…

Πηγή: Περί γραφής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου