Παραδίδουμε στους νέους μια Ελλάδα υπό κατοχή!
Πιστεύουν ότι τα ‘χουν καταφέρει. Έριξαν ταφόπλακα βαριά πάνω στην Ελλάδα, βραχνά στις ελπίδες των Ελλήνων, εφιάλτες στα όνειρά τους. Παρέδωσαν σιδηροδέσμιο τον λαό στους πιστωτές, τον πλούτο της χώρας στους αγοραστές, την τιμή και την περηφάνια μας στα σκύβαλα της οικουμένης να μας λοιδορούν. «Αφήστε μας να ενισχύσουμε την οικονομία του Γιουνανιστάν», είπε περιχαρής η …χανούμ Ερντογάν στους δημοσιογράφους που της έκαναν τεμενάδες για μια της δήλωση, ενώ διάλεγε γόβες στην Ερμού. Μάθανε ότι ξεφτιλιζόμαστε και πλάκωσαν κι οι Τούρκοι.
Το πιο βαρύτιμο απ’ όλα τα κυνηγετικά τρόπαια που θέλουν να κρεμάσουν στο σαλόνι τους –και στο σαλόνι των αφεντικών τους- έχει την μορφή ενός Έλληνα νέου με το φευγιό στα μάτια τα θλιμμένα. Αν θέλεις να υποτάξεις ολοκληρωτικά έναν λαό για να σφετεριστείς ανενόχλητος τη γη του, δεν έχεις παρά να κλέψεις την ελπίδα από τους νέους του. Αν την σκοτώσεις, ακόμα καλύτερα. Έτσι που να μαυρίσει τόσο η πατρίδα στην ψυχή τους και να την εγκαταλείψουν, αναζητώντας στην ξενιτιά μια καλύτερη μοίρα από τα 500 ευρώ τον μήνα. Λαός γερασμένος, φοβισμένος κι απογοητευμένος, λαός χωρίς τα νιάτα του, γη χωρίς βλαστάρια, εύκολο λάφυρο, αναίμακτο. Από την άλλη, φέρνεις και καμπόσα εκατομμύρια αλλοεθνείς κι αλλόπιστους –νέοι οι πιο πολλοί- τους «ελληνοποιείς» κι έχεις την Ελλάδα που οραματίσθηκε ο Κίσσινγκερ και οι άλλοι τσέλιγκες της Νέας Τάξης. «Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε», είπε ο ποιητής. Και αλλάζουμε –δηλαδή μεταλλασσόμαστε- και βουλιάζουμε, Πρωθυπουργέ…
«Να φύγω από δω κι όπου διάβολο θέλει να ‘ναι»! Όπου συναντώ νέους Έλληνες, δεν ακούω άλλη κουβέντα. Και πώς να τους πεις «όχι, μη φύγεις, μη τους κάνεις τη χάρη, αυτό ακριβώς θέλουν από σένα». Με τι μούτρα να τους το πω εγώ, της ρημάδας τούτης της γενιάς, της Μεταπολίτευσης, της γενιάς που κατέστρεψε την Ελλάδα. Τι παραδείγματα τους δώσαμε; Ποιά πατρίδα τους ετοιμάσαμε και τους παραδίδουμε; Με τι περίσσιο θράσος να τους πούμε τώρα «αγωνισθείτε εσείς για μας, επειδή εμείς τα κάναμε γενικώς σκατά». Σε ποιάν Ελλάδα να τους ορμηνέψουμε να προστρέξουν για ν’ αντλήσουν δυνάμεις; Σ’ αυτήν που κι εμείς κι οι δάσκαλοί τους φροντίσαμε να μη μάθουν; Ή στην άλλη, του εύκολου βολέματος, της αρπαχτής, των τενεκεδένιων θεών, του ωχαδερφισμού και της αγελαίας κατανάλωσης, των «πόκεμον» και του Χάρυ Πότερ και του «μη σηκώνεσαι για να κάτσει ο γέρος, έχουμε βγάλει εισιτήριο».
Σε σένα παιδί μου δυο λόγια, μ’ όλη την αγωνία της ψυχής μου και των προγονικών ψυχών που μάτωσαν για τούτη την πατρίδα. Σε σένα που ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια κι ας πάσχισα χρόνια κι εγώ μαζί μ’ άλλους πολλούς, για να δείξουμε το κακό που ετοίμαζαν για την Ελλάδα μας, οι έμποροι των εθνών κι οι ντόπιοι υπηρέτες τους. Αυτή η πατρίδα δεν είναι ο βραχνάς που σε ψυχοπλακώνει. Δεν είναι ο δραγάτης των ονείρων σου, ούτε η βρισιά στα νιάτα σου. Την έντυσαν επίτηδες με κουρέλια, της πέταξαν στάχτες και βρωμιές για να την σιχαθείς, να σηκωθείς να φύγεις και να στην πάρουν.
Μην τους αφήσεις. Δεν φταις εσύ που δεν γνώρισες την Ελλάδα, εμείς φταίμε, η παρένθετη γενιά της παρακμής, ο σπασμένος κρίκος της πανάρχαιας αλυσίδας, η ριγμένη στα σκουπίδια σκυτάλη, που δεν καταφέραμε να κρατήσουμε και να σου την παραδώσουμε.
Αυτή η πατρίδα δεν είναι μόνο ένδοξο χθες. Δεν είναι μόνο ιστορία και πολιτισμός και φως της ανθρωπότητας. Ετούτη η γη, η μυριοποτισμένη με το αίμα των προγόνων σου, κρύβει απίστευτους κι ανεκμετάλλευτους θησαυρούς, που μπορούν να θρέψουν πλουσιοπάροχα και την δική σου γενιά κι εκείνες που θ’ ακολουθήσουν. Γι’ αυτό οι ξένοι άρπαγες κι οι ντόπιοι λακέδες τους θέλουν να σε διώξουν από την Ελλάδα. Για να σου κλέψουν ανεμπόδιστοι όσα σου ανήκουν. Τ’ άδεια κι αδύναμα χέρια μας δεν έχουν τίποτε να σου δώσουν. Κρατούσαμε κινητά και τηλεκοντρόλ όταν έπρεπε να κρατάμε ρομφαίες. Πιαστήκαμε κορόιδα, με απίστευτη ευκολία και τώρα δεν τολμάμε να το ομολογήσουμε στους ίδιους τους εαυτούς μας, επειδή τόσα χρόνια αυτολιβανιζόμασταν για ξύπνιοι και μάγκες. Δάγκες είμαστε και την δαγκώσαμε γερά τη γυαλιστερή φόλα που μας πέταξαν.
Βρέθηκες ξαφνικά γυμνός παιδί μου, στον πόλεμο. Με τους ίδιους τους γονείς σου να ‘χουν ανοίξει τις μεσόπορτες στους εχθρούς. Να ‘χουν κατ’ επανάληψη εκλέξει κυβερνήτες της πατρίδας, τους ίδιους και τους ίδιους φαύλους και άχρηστους και υπηρέτες ξένων συμφερόντων. Διακόσιες γενιές Ελλήνων, πολέμησαν, μάτωσαν και θυσιάστηκαν για ν’ αφήσουν στα παιδιά τους μιαν Ελλάδα αντάξια του μεγαλείου και των αγώνων της. Έπρεπε τα νιάτα σου να χαίρονται τώρα τους καρπούς των θυσιών των παππούδων σου, που πολέμησαν το ’40-44 και δεν χάρηκαν τα δικά τους νιάτα. Όμως, ανάμεσα σ’ εκείνους και σε σένα, παρεμβληθήκαμε εμείς, που ξεκινήσαμε ως «γενιά του Πολυτεχνείου» και καταντήσαμε γενιά του κλώτσου και του μπάτσου. Δεν είν’ εύκολο να σου ζητήσω να μας συγχωρέσεις, όταν –όσο βλάσφημο κι αν ακούγεται- είναι πιθανό να μας έχει σιχαθεί κι ο Θεός.
Αντί σήμερα ν’ ανοίγεις τα φτερά σου για να πετάξεις σε μια λεύτερη και ολάνθιστη πατρίδα, σου παραδίδουμε μιαν Ελλάδα υπό κατοχή, ίσως χειρότερη κι από αυτή που ζήσανε οι γονείς μας, γιατί τότε εκείνοι αντιστάθηκαν, πολέμησαν, κρέμονται δέκα νούμερα μεγαλύτερα τα ρούχα τους πάνω μας κι αν τολμούσαμε να σιγοψιθυρίσουμε τα τραγούδια τους θα μας έκραζαν κι οι κότες. Με τι να φοβερίσουμε τους αγοραστές μας και τα ντόπια τσιράκια τους; «Θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός και σπάει τα ταμεία η …Τζούλια»;
Δεν έχω δικαίωμα να σου ζητήσω να πολεμήσεις για να διώξεις τον δικό μας εφιάλτη, ν’ αργοπεθαίνουμε σε μιαν Ελλάδα δίχως τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Σε ικετεύω ν’ αγωνιστείς γι’ αυτά που δικαιωματικά σου ανήκουν και δεν σταθήκαμε άξιοι να στα παραδώσουμε. Ό,τι και να σου πούμε εμείς, κράτα μικρό καλάθι για τα λόγια μας. Δεν μπορέσαμε να συμβουλεύσουμε σωστά τους εαυτούς μας και θα ‘πρεπε να ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε στα μάτια, όχι μόνο εσένα, αλλά και τον γονιό μας που πολέμησε στο Έπος του ’40 και στην Εθνική Αντίσταση. Τι να του πούμε; «Μη φοβάσαι πατέρα, μάνα, η σύνταξή σου δεν κινδυνεύει, αν είναι κάτω από …400 ευρώ».
Οι δικοί μας οι γονείς, αν ζουν ακόμα, είναι άξιοι για να σου μιλήσουν. Και οι άλλοι οι πιο παλιοί που θ’ ανακαλύψεις στα βιβλία, που δεν σου δώσαμε να διαβάσεις. Ψάξε παιδί μου να βρεις την Ελλάδα. Αν σου μιλήσει, θα νοιώσεις ότι αξίζει να πολεμήσεις γι’ αυτή την πατρίδα, την δική σου. Τα όπλα θα τα φτιάξεις εσύ. Άνοιξε δρόμους κι εμείς οι γονείς σου, στρατιώτες πίσω σου. Πράξε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός κι οι ψυχές των προγόνων σου. Κι αν μπορείς, συγχώρα μας…
ΓΡΗΓΟΡΗΣ Δ. ΡΩΝΤΑΣ, δημοσιογράφος-συγγραφέας
Πηγή: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου