Ἦλθαν νύχτα στὸ σπίτι μας... Μᾶς ξύπνησαν μὲ χτυπήματα καὶ κλωτσιὲς. Μᾶς βίασαν καὶ κάποιους τοὺς σκότωσαν.... Ὃσους ζήσαμε μᾶς πέταξαν στὸν δρόμο καὶ μᾶς εἶπαν «βαδίζετε»... Ποιὸς νὰ ῥωτήσῃ; Ποιὸς νὰ τολμήσῃ νὰ ῥωτήσῃ; Ἀτέλειωτες ὧρες πορείας κάτω ἀπό καυτό ἣλιο ἢ ἀσταμάτητη βροχή. Μέσα σὲ κρύα καὶ σὲ χιόνια!! Τὰ κορμιά ἒπεφταν κατά γῆς σὰν μυίγες!!!
Ἀγαπημένα πρόσωπα ἒμεναν γιά πάντα πίσω, ἂψυχα, χωρίς χαμόγελο καὶ μὲ μίαν πίκραν στὸ βλέμμα. Ἓνα "γιατί;" γέμιζε τὸ εἶναι μας... Ἀλλά, ποιὸς νὰ ἀπαντήσῃ; Κάποιοι ἒφυγαν νύχτα. Φίλησαν πολυαγαπημένα μάτια καὶ χαιρέτησαν γιὰ πάντα. Ξέφυγαν; Ἲσως... Ἲσως νὰ μὴν τοὺς θέρισε ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα... Ἲσως νὰ μὴν τοὺς ἒκοψε σπαθί βαρβάρου... Ἲσως νὰ ἀλλαξοπίστησαν γιὰ νὰ ζήσουν... Ἲσως ἁπλῶς νὰ ἒσβησαν λίγα μέτρα παραπέρα.... Ποτέ δὲν θὰ μάθουμε...