Π. Υ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Περικλής Γιαννόπουλος: Ο Απόλλωνας της Αναγεννήσεως

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Περικλής Γιαννόπουλος: Ο Απόλλωνας της Αναγεννήσεως

Πάντα σ’ εποχές εθνικών κρίσεων, το έθνος στρέφεται ασυναίσθητα προς τον εαυτόν του, προς τις ανεξάντλητες προγονικές ρίζες και αναζητεί εκεί τη δύναμη για την περαιτέρω πορεία του. ‘Έτσι εξηγείται και η προθυμία με την οποία τα λογοτεχνικά σωματεία τής χώρας επικρότησαν πριν χρόνια την πρωτοβουλία μιας ομάδας νέων για τον εορτασμό τού έτους “Περικλή Γιαννόπουλου”. Επειδή σε εποχή πού τα διεθνιστικά κηρύγματα και “ρεύματα” απειλούν την εθνική μας υπόσταση, μόνο ή επιστροφή στις εθνικές μας πηγές και μάλιστα με τρόπο έντονο, σαν αυτόν πού διδάσκει ο Γιαννόπουλος, μπορεί να σώσει το γένος των Ελλήνων απ’ τον καταστροφικό δρόμο των “υπερεθνικών ενοτήτων” και να το καταστήσει και πάλι άξιο της ιερής του αποστολής.


Το έργο του Γιαννόπουλου, αν και για πολλά χρόνια έμεινε σκορπισμένο και για τούτο άγνωστο στους πολλούς, επέδρασε αποτελεσματικά σε μία εκτεταμένη πλευρά τής πνευματικής ζωής τού τόπου. Εκτός από το πλήθος εκείνων πού έμμεσα επηρεάστηκαν απ’ αυτόν, το έργο τού Αγγέλου και της Εύας Σικελιανού είναι απόρροια των Γιαννοπούλειων ιδεών. Γιατί, ακολουθώντας πιστά τη γραμμή του κηρύγματος του ο Σικελιανός, δέθηκε απόλυτα με την γη των Δελφών, ένοιωσε το μυστικό της μήνυμα και δημιούργησε το δικό του έργο, με αποκορύφωμα την εξανθρωπιστική ιδέα, πού ο Γιαννόπουλος είχε θέσει σαν το Ελληνικό ιδανικό.

Εκεί πάλι, στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου, έχει τις ρίζες της και ή εθνική προσφορά τής Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία οδήγησε τις Ελληνίδες μακριά από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά πρότυπα βοηθώντας τες να επιστρέψουν και να αντλήσουν δυνάμεις μέσα απ’ τις αγνές και άδολες πηγές της λαϊκής μας χειροτεχνίας.

Στον Γιαννόπουλο, πού πρώτος είδε την αξία του, χρωστά πολλά και ο Δημήτρης Πικιώνης, το δε αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό, -όλο του το αισθητικό έργο-, με την παγκόσμια αναγνώριση, στηρίζεται απόλυτα πάνω στις γραμμές που είχε χαράξει εκείνος. Αλλά τόσο η δράση όσο και τα κείμενα του Ίωνα Δραγούμη μιλάνε από μόνα τους για τον επηρεασμό του από την διδασκαλία του Περικλή Γιαννόπουλου.

Γεγονός άλλωστε ότι η ελληνολατρική γραμμή στη νεώτερη λογοτεχνία μας ξεκινά απ’ τον Γιαννόπουλο και ότι με το έργο του, που βρήκε άξιο συνεχιστή στο πρόσωπο του Ίωνα Δραγούμη, κορυφώθηκε η ελληνική συνείδηση. Μέσ’ απ’ το καταλυτικό κάθε σάπιας ιδέας έργο του Γιαννόπουλου, μέσ’ απ’ αυτή την άρνηση τόσων παραδεδεγμένων και κατεστημένων εννοιών, βγήκανε και διαμορφωθήκανε εθνικές πνευματικές άξίες, πού στήνουνε έναν ολάκερο πνευματικό πολιτισμό, ενώ ή φωνή του θα δείχνει πάντα το δρόμο τής εθνικής αναγέννησης.

Ο εθνικισμός, πού κήρυκάς του έγινε ο Περικλής Γιαννόπουλος και πού την φλόγα του φούντωσε μέσα στα στήθη τόσων φωτισμένων πνευμάτων, πού κινήθηκαν γύρω του και σύμφωνα με τα διδάγματά του, ήτανε κάτι το τέλειο διάφορο, όχι μόνον από τον μέχρι τότε, μα και από τον σήμερα εννοούμενο. Ήταν ο ελληνικός εθνικισμός τα πλαίσια του οποίου αυτός ξανατοποθέτησε στη σωστή τους βάση. Γιατί, με τον να καθορίσει σαν αποκλειστικό σκοπό του Έλληνα τον εξανθρωπισμό τής Οικουμένης, απέδειξε ότι μόνο ο εθνικισμός των Ελλήνων είναι σωστός, αφού αποβλέπει στο Πανανθρώπινο καλό και για τούτο και η έξαρσή του αναγκαία. Τονίζοντας συνάμα και την ιστορική μας συνέχεια, απ’ τα βάθη των αιώνων, έδωσε μαζί με την ορθή ερμηνεία της και την αναγνώριση τής μοναδικότητας της ελληνικής φύσης στην κατασκευή ανθρώπων, δηλαδή ανωτέρων πνευματικών ατόμων, που έχουν σαν προορισμό το ξάπλωμα της αληθινής γνώσης, του “Φωτός”, σ’ όλη τη γη. Με την προσφορά του αυτή διέστειλε την έννοια του ελληνικού εθνικισμού απ’ τον Σωβινισμό, ο οποίος ταυτίσθηκε πια με τον εθνικισμό των άλλων λαών, πού το φούντωμα και ή διατήρησή του απαιτούν μόνο αίμα, μαζί με την καταστροφή και τον αφανισμό των άλλων. Ενώ, αντίθετα, ο ελληνικός εθνικισμός, με σκοπό την πνευματική αναγέννηση του Έλληνα και προορισμό τη μεταβολή του σε φωτιστή και δάσκαλο του κόσμου όλου, είναι ο σωστός, ευεργετικός και για τούτο επιθυμητός απ’ όλους τούς λαούς, αυτός πού την έξαρση του αποζητά όλη η ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα.

Όμως, αν και κήρυττε ότι: “Προορισμός του Έλληνος εις τον κόσμον αυτόν ήτο και είναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ και ΑΥΡΙΟΝ: Ο Εξανθρωπισμός της Oικουμένης”, εν τούτοις, ή παρεξήγηση πού τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή, εξακολουθεί και μετά το θάνατο του να συνοδεύει τ’ όνομα και το έργο του. Αναντίρρητα, δεν υπάρχει άλλη, περισσότερο παρεξηγημένη νεοελληνική μορφή απ’ αυτόν. Όσο ζούσε, ήταν ο μεγάλος παρεξηγημένος των ημερών του, για να γίνει, μετά το τέλος του, o μεγάλος παρεξηγημένος και αγνοημένος μαζί όλων των ημερών. Βέβαια, όταν ένας αγωνίζεται μόνος εναντίον όλων, ακριβέστερα, όταν τον πολεμούνε όλοι χωρίς να αρκούνται στο ν’ αρνηθούν εκείνα πού τούς προσφέρει, κακή τοποθέτηση θεμάτων γίνεται πάντα. Μα, σ’ ότι αφορά το Γιαννοπούλειο έργο, η σφαλερή τοποθέτηση είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.

Κάθε πού θα γίνει αναφορά στο Γιαννόπουλο, είτε γενικά είτε ειδικά συμβεί αυτό και για οποιοδήποτε από τα κοσμοθεωριακά και βιοθεωριακά θέματα πού αυτός τοποθετεί τόσο Ελληνικά, η λέξη “σωβινιστής” έρχεται να σταθεί δίπλα στ’ όνομα του, κι’ αυτό με μία σταθερότητα και επιμονή, πού, αν δεν δικαιολογείται από την άγνοια του έργου του, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν αδικαιολόγητο πείσμα. Και τούτο, γιατί όλο το έργο του Γιαννόπουλου στηρίζεται πάνω σε μία θεμελιώδη βάση. Όλη του η προσπάθεια έχει ένα, θεμελιακά βασικό, σκοπό. Το ότι ή νεοελληνική αναγέννηση πρέπει να γίνει, το συντομότερο και σε τέλειο βαθμό, για να μπορέσει το Ελληνικό Έθνος να προχωρήσει έπειτα στην εκπλήρωση του προορισμού του, του καθήκοντος πού αιώνες τώρα και θεϊκά του έχει ανατεθεί: τον ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ. Πάνω σ’ αυτή, τη διαμετρικά αντίθετη προς την έννοια του σοβινισμού αρχή, οικοδομήθηκε το εθνικό πολύτιμο έργο του. Μ’ αυτό το γνώμονα έκρινε ο Γιαννόπουλος κάθε πλευρά τής Ελληνικής ζωής, περασμένης και σύγχρονης. Είναι κάτι, πού κανένας ούτε μέχρι σήμερα δεν το ‘κανε, ίσως γιατί ούτε ένας δεν κατόρθωσε να συλλάβει και να συνειδητοποιήσει το νόημα πού κρύβουνε οι λίγες αυτές λέξεις, πού πρώτος εκείνος διετύπωσε. Ο Έλληνας, για το Γιαννόπουλο, δε μπορεί να είναι ΠΟΤΕ σωβινιστής. Είναι ΜΟΝΟ Εθνικιστής, με μοναδικό του σκοπό όμως την μετάδοση των αληθινών φώτων, του αληθινού πολιτισμού, αυτού πού μόνο οι Έλληνες μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν, σε ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ.

Πρόκειται για μία ιδεώδη συνύπαρξη ιδεών, που μόνο ή μεγαλοφυΐα του Γιαννόπουλου μπορούσε να συλλάβει και πού μέχρι σήμερα κανένας δε μπόρεσε να κατανοήσει. Συνύπαρξη, ή οποία θεωρείται αδιανόητη και ανύπαρκτη, μία και το μυαλό μας συνήθισε να δουλεύει μέσα στα στενά κάθε είδους ξενικά πλαίσια. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι ο σωβινισμός έχει σα σκοπό την εδαφική και κάθε λογής υλική ωφέλεια και για να ολοκληρωθεί μεταχειρίζεται όλων των ειδών τα καταστροφικά και βίαια μέσα και ακόμη ότι για να διατηρηθεί, χρειάζεται το αίμα και τον αφανισμό των άλλων λαών. Σωβινισμός δηλαδή είναι ο Γερμανικός, Ρωσικός και κάθε -ικός εθνικισμός, όχι όμως και ο Ελληνικός. Και τούτο, γιατί ο Ελληνικός Εθνικισμός με σκοπό την πνευματική αναγέννηση του Έλληνα και προορισμό τη μεταβολή του σε φωτιστή και δάσκαλο του κόσμου όλου, είναι ευεργετικός για την Οικουμένη και επιθυμητός απ’ όλους τούς λαούς, αυτός πού την έξαρσή του αποζητά όλη ή ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα.

Την αναβίωση αυτή λοιπόν του Ελληνικού Εθνικισμού, μέσα στα σωστά του πλαίσια, επεδίωκε ο Γιαννόπουλος και αγωνιούσε βλέποντας την καθυστέρησή της. Γνώριζε πώς οι ζημιωμένοι ήσαν δύο. Και οι Έλληνες μα και η ανθρωπότητα, πού απέμενε χωρίς πνευματικούς αρχηγούς. Πιο αποκαλυπτική όμως των πεποιθήσεών του είναι η τοποθέτηση της Μεγάλης του Ελληνισμού Ιδέας, πού μας δίνει σκορπισμένη μέσα στο έργο του και χωρισμένη σε τρεις αναβαθμούς. Ο πρώτος, κατά σειρά, απαιτεί πνευματική αφύπνιση του Έθνους και κατανόηση του προορισμού του. Ο δεύτερος την απελευθέρωση και συνένωση όλων των υπόδουλων Ελληνικών εδαφών (όπου βέβαια υπάρχει ακόμη Ελληνισμός) και, απόρροια και κύριος στόχος των άλλων δύο, ο τρίτος, την πραγματοποίηση πλέον του εθνικού ιδεώδους, την προς τα έξω ακτινοβολία του Ελληνικού πνεύματος, αυτού πού ονομάζει Εξανθρωπισμό της Οικουμένης. Ανατρέπει μόνος του λοιπόν ο Γιαννόπουλος το χαρακτηρισμό πού οi αδιάβαστοι και ξενομαθημένοι του προσάπτουν, τοποθετώντας ταυτόχρονα μέσα στα σωστά του πλαίσια και τον Ελληνικό Εθνικισμό. Πλαίσια μεγάλα όσο και απλά, όπως έχουν όλα τα σπουδαία πράγματα όλες oi μεγάλες ιδεολογίες. Κι’ όσο για τις παρανοήσεις σχετικά με το έργο του, την απάντηση μόνο οι στίχοι του Λασκαράτου, γραμμένοι για όποιον “δια του πνεύματος ξεπεράσει οπωσούν την εποχή του”, μπορούν να δώσουν:

“… Δεν θάχη ειμή την άχαρην ελπίδα
Νάλθη άλλη γενεά με νοημοσύνη,
Νάν του κάμη μια μέρα δικαιοσύνη.”


Τον Γιαννόπουλο, πάνω απ’ όλα τον χαρακτηρίζει η πίστη του στο νέο ελληνικό πολιτισμό πού αυτός οραματίσθηκε και που στον ερχομό του απέβλεπε και πίστευε ακράδαντα. Το έργο του έχει σαν αφετηρία του τον ελληνισμό και περνώντας όλες τις εκδηλώσεις της ζωής μας μέσ’ απ’ αυτό το εξαγνιστικό καμίνι καταλήγει και πάλι σ αυτόν. Μελέτησε όχι μόνο τα ελληνικά κείμενα μα και κάθε τι το ελληνικό, απ’ τη φύση μέχρι και το τελευταίο αντικείμενο. Μεγαλοϊδεάτης από φυσικού του, με ακλόνητη πίστη στην αξία και τη δύναμη της ελληνικής φυλής, συνέλαβε το όραμα του νέου ελληνικού πολιτισμού, και έβαλε τα ιδεολογικά του θεμέλια τόσο γερά και βαθειά ώστε να μπορέσει αυτός να πυργωθεί ψηλότερα και από τον αρχαίο, απ’ τον οποίο γύρευε να παραδειγματίσει τη φυλή, αλλά όχι και να την επιστρέψει σ’ αυτόν.

Λάτρης κάθε ελληνικού είδε την καταστροφική ευρωπαϊκή επιρροή και έκανε σημαία του τον αγώνα για την αποτίναξή της. Μετέτρεψε το “πας μη Έλλην βάρβαρος”, σε “πάς μη Έλλην ανθρωποειδές”, και αγωνίστηκε για την διάδοσή του, μία και η πίστη στις ιδέες του τού είχε επιτρέψει να δει αυτό που μόλις άρχισε δειλά και όχι ξεκαθαρισμένα να παραδέχεται ή επιστήμη, την αυτοχθονία δηλαδή των Ελλήνων, να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα και να βροντοφωνάξει, αυτός πρώτος, την πνευματική λόγω φύσεως, υπεροχή τους απ’ όλους τούς άλλους λαούς. Ονομάζει τούς Έλληνες πνευματική αριστοκρατία και ανθρωποποιούς ολόκληρης Οικουμένης και καθιστά υπεύθυνο για την κατάντια του όλο τον Ελληνικό λαό και όχι μόνο την ηγεσία του, ζητώντας την πραγματοποίηση βαθειάς πνευματικής επανάστασης, σαν τη μόνη λύση πού μπορεί να ξαναβάλει το Γένος των Ελλήνων στο σωστό του δρόμο.

Σε εποχή εθνικής καταπτώσεως, μένοντας μόνος και αδιάφθορος αυτός πάλεψε για την μετάδοση των ιδεών του και όρθωσε το αδαμάντινο ύψος του έργου του, ανάμεσα απ’ τις μικρότητες της εποχής του και όλων των κατοπινών, δημιουργώντας με τα χέρια εκείνων πού μπορέσανε να τον αφομοιώσουν. Με γλώσσα μαστίγιο και ύφος εξουσιαστού πού τη δύναμή του αντλούσε μέσα απ’ την πίκρα για το χαμοκύλισμα της φυλής και των ιδανικών της, χτύπησε την πνευματική κατάπτωση, τον γραικυλισμό, την ξενομανία και κάθε πυορρούσα εθνική πληγή, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Χωρίς να παρατάσσει ξένες χρονολογίες, βιβλιογραφία ή ξένες γνώμες, έκανε και εξέθεσε τη σύνθεση τής ελληνιστικής του αντίληψης, με τρόπο καθαρά επιστημονικό. Στον ολέθριο διεθνισμό αντέταξε τον εθνικισμό και καθορίζοντας τον εκπολιτιστικό και εξανθρωπιστικό ρόλο του ελληνικού εθνικισμού άφησε κάπου να διαγραφεί και ή πίστη του στην αξία της κοινότητας για τη δημιουργία του ελληνικού θαύματος.

Απόλυτος σε όλα του, σαν τέλειος Έλληνας, έφυγε από τη ζωή σαν είδε πως δεν είχε έλθει ή στιγμή για να δεχτεί το Έθνος το κήρυγμά του και να το μεταβάλει σε βίωμα. Φεύγοντας όμως άφησε πίσω του πολύτιμο υλικό, και, πάνω απ’ όλα, τη σωστή τοποθέτηση του ελληνικού εθνικισμού, καθιστώντας τον έτσι απαραίτητο για όλη την οικουμένη. Η ζωή του, το έργο του και ο τρόπος πού έφυγε, συμβάλλανε στο να παραμείνει σαν ο μεγάλος παρεξηγημένος και αγνοημένος μαζί όλων των εποχών, αν και ήταν ο μεγαλύτερος προφητικός, πολιτικός και αναγεννητικός εγκέφαλος πού γέννησε η νεώτερη Ελλάδα, απαλλαγμένος απ’ όλα τα καταστροφικά ελαττώματα του Έλληνα.

Σήμερα, που oι ιδέες του δεν εξετάζονται πια σαν περίεργο φαινόμενο, μα έχουν αρχίσει να γίνονται συνείδηση των πολλών, όλο του το οικοδόμημα θα στέκεται από δω και πέρα σαν το πρότυπο τής ελληνικής νεολαίας, αυτής πού τόσο την αγάπησε και πού της αφιέρωσε όλο του το έργο, όλη του την εξελληνιστική προσπάθεια με τα λόγια:

“Η όλη εργασία (μου) είναι Αληθινή ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ Έκκλησις. ΜΟΝΟΝ προς την Πανελλήνιον ΝΕΟΤΗΤΑ, την Αρσενικήν και την Θηλυκήν, δια την οποίαν και έγινε και την οποίαν κυρίως αφορά, ως ούσα, το ΑΥΡΙΟΝ και προς την οποίαν ολόκληρος αφιερούται… Διότι η ΝΕΟΤΗΣ θα είναι, είτε η Σημερινή, είτε η Αυριανή, είτε η μεθαυριανή, η Σημαιοφόρος της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ.”

Έστω και αν χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες από τότε πού ο “Απόλλωνας τής Αναγεννήσεως” πέρασε καβάλα στο άλογο του, μέσα απ’ τα κύματα της θάλασσας του Σκαραμαγκά, στεφανωμένος απ’ το φως του Ελληνικού Ηλίου, κι έφθασε κατάκοπος και απογοητευμένος στα Ηλύσσια πεδία, η Ελληνική Νεολαία άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται την τεράστια αξία του έργου του, πού με τα παραπάνω λόγια της αφιέρωσε και τής κληρονόμησε. Και την ώρα αυτή, πού το ξαναγύρισμα στις εθνικές μας ρίζες άρχισε ασυναίσθητα να συστηματοποιείται και να γίνεται όλο και πιο ουσιαστικό, οι γραμμές πού με οργή και πόνο, πνιγμένος για όσα έβλεπε, μα ανίκανος ν’ αντιδράσει, χάραζε ο Περικλής Γιαννόπουλος, μιλήσανε βαθειά στην ψυχή τής Ελληνικής Νεότητας, πού άρχισε να αναζητεί τη θέση της μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον προορισμό της πάνω στη γη. Κι’ ήταν φυσική, φυσικότατη αυτή η στροφή και ή αναγνώριση, μετά από τόσα χρόνια, του έργου Εκείνου, πού οι σημερινοί νέοι Έλληνες τον κατατάξανε ανάμεσα στους Προφήτες του Ελληνισμού. Γιατί είναι ο Περικλής Γιαννόπουλος που με το έργο του τούς προσδιορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να εργαστούν, για να υψώσουνε και πάλι την παγκόσμια προσφορά τους, και είναι ο Γιαννόπουλος που προβλέπει όλες τις αντιδράσεις των στενοκέφαλων και των ξενομαθημένων, συντρίβοντάς τους, απ’ τα βάθη του πανάλαφρου Αττικού χώματος πού τον σκεπάζει, με τις μεγάλες κι άφθαρτες Ελληνικές Αλήθειες, πού επιμένει “να τούς αδειάσει στο κεφάλι.”

Γιατί δεν περιορίζεται μόνο στο να υποδείξει στους Νεοέλληνες ότι “Προορισμός τού Έλληνος εις τον κόσμον αυτόν, ήτο και εiναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟΝ: Ο ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ”, άλλά προσδιορίζει πώς για να φθάσουν σε κείνο το υψηλότατο σημείο πνευματικότητας, πού θα τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν αυτόν τον ιερό τους σκοπό, πρέπει να κατανοήσουν ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργήματα τής φύσης, εικόνες και ομοιώματά της τα οποία είναι αναγκασμένα να εναρμονιστούν με αυτήν και να την εκφράζουν με όλες τους τις εκδηλώσεις, για να μπορέσουν να ζήσουν. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες πρέπει να έχουν για οδηγό την Ελληνική τους φύση, να πιστεύουν εις αυτήν και να την λατρεύουν, σε σημείο θεότητας ίσως, οπότε θα τους γίνει δυνατό να εκφράσουν στην ανθρωπότητα την τέλεια ‘Ωραιότητα κι’ Ευγένεια τους, μ’ ένα νέο είδος δημιουργίας. Απαραίτητη όμως και βασική προϋπόθεση είναι να κατορθώσουν ν’ αποτινάξουνε τον Ευρωπαϊκό ζυγό, πού τούς έχει κυριολεκτικά παραστρατήσει, και να βυθιστούνε στον εαυτό τους, εκφράζοντας τον εσωτερικό και εξωτερικό τους κόσμο ανεμπόδιστα, και μπαίνοντας έτσι στη στράτα που οδηγεί στην Ελληνική ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ.

Αυτές εivαι οι γενικές γραμμές του “Περικλογιαννοπούλειου” κηρύγματος και κάθε άλλο παρά περίεργο μπορεί να θεωρηθεί σήμερα το γεγονός ότι έξω από μερικά πολύ φωτισμένα πνεύματα της εποχής του, όπως o Παλαμάς, ο Δραγούμης, ο Ξενόπουλος κλπ. πού αγκαλιάσανε το έργο του, οι υπόλοιποι το υποδεχτήκανε με αδιαφορία και χλευασμό. Κάθε άλλο όμως παρά παράδοξη μπορεί πια να χαρακτηρισθεί και η στροφή της νέας γενιάς προς ένα τέτοιο κληροδότημα σαν το έργο του Γιαννόπουλου, το τόσο πολύτιμο γι’ αυτήν στο καινούργιο της ξεκίνημα. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν υπάρχουν ανεκτίμητοι συνδετικοί κρίκοι, άνθρωποι πού κάνανε πράξη τα λόγια του Γιαννόπουλου, Έλληνες που εφαρμόσανε, ο καθένας στο τομέα του, το κήρυγμά του και κρατήσανε άσβηστη την ελληνική φλόγα της καρδιάς τους, για να την παραδώσουνε σε κείνους που έρχονται μετά απ’ αυτούς… Εivαι όλοι αυτοί, με τις μεγάλες εθνικές τους προσφορές, πού οδηγήσανε αργά αλλά σταθερά την Ελληνική Νεότητα στο ξαναπλησίασμα του Γιαννόπουλου και στην αρχή για την αξιοποίηση τής κληρονομιάς του, ώστε να εκπληρωθεί και η επιθυμία την οποία ο ίδιος είχε εκφράσει λίγο πριν το θάνατό του με την φράση: “Μνήσθητί μου ΝΕΕ, όταν έλθης εις την Ελληνικήν σου Βασιλείαν.” Και οι Έλληνες νέοι όχι μόνο τον θυμηθήκανε, μα και τον τιμάνε αντάξιά του…

Μετά λοιπόν από όλα όσα παραπάνω διατυπώθηκαν, φαίνεται τώρα καθαρά και το πόσο άστοχη διαπίστωση κάνανε όσοι υποστήριξαν ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν “αισθητικός – και ίσως μόνο αισθητικός.” Άστοχη και επιζήμια, γιατί παρουσιάζει μία καθαρά εθνική εργασία κάτω από άλλο πρίσμα. Μέχρι όμως πριν μερικές δεκαετίες ήταν τόσο λίγο γνωστό το έργο του Γιαννόπουλου και μάλιστα σε σύνολο, ώστε τέτοιες αστοχίες να δικαιολογούνται. Αν τα κείμενά του δεν είχαν μείνει τόσα και τόσα χρόνια σκορπισμένα θα είχαν ασφαλώς μελετηθεί και θα είχαν φωτισθεί όλες oi λεπτομέρειες της φιλοσοφίας του. Τότε, μαζί με άλλα πολλά, θα διαπιστωνότανε -στο συγκεκριμένο θέμα- ότι αισθητική για το Γιαννόπουλο σημαίνει αναζήτηση και μόνο των στοιχείων πού αποτελούνε τον πρώτο από τούς τρεις νόμους, πού διέπουνε την πλήρη διανοητική ζωή του ανθρώπου. Των νόμων “του Καλού (Ωραίου), του Αληθινού και του Αγαθού.” Το σωστό λοιπόν είναι ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος ήτανε και αισθητικός, όπως ήτανε και τόσα άλλα “και” μα, πρώτ’ απ’ όλα Έλληνας.

Και Έλληνας πραγματικός, σωστός, πού δε δεχότανε συμβιβασμούς ούτε έκανε υποχωρήσεις. Πού πίστευε στην καταγωγή του -στη μοναδικότητα της καταγωγής του- και στην ιερότητα της αποστολής του. Για τούτο θέλησε να γίνει και κριτικός, διδάσκαλος, καθοδηγητής, ουσιαστικός αναμορφωτής του Γένους του. Ζητούσε, όπως έλεγε ο Γαβριηλίδης, “να εξελληνίσει το ρωμαίικο” και, -τι σφάλμα και ποία ειρωνεία!- τον είπανε γι’ αυτό του τον αγώνα σωβινιστή, ενώ εκείνος αγωνιζότανε κι’ αγωνιούσε για μία εθνική αναμόρφωση τέτοια ώστε να μπορέσουνε μία μέρα oi Έλληνες να εκπληρώσουν τον προορισμό τους, τον εξανθρωπισμό της Οικουμένης. Ήξερε πως ο Έλληνας δε μπορεί να εivαι ποτέ σωβινιστής. Κι έτσι (πρέπει πια να γίνει κατανοητό) ζητούσε εθνική αναγέννηση με πίστη και στόχο όμως στο εθνικό μας ιδανικό.

Απ’ αυτή την αντίθεση και μόνο φαίνεται το τι έχει συμβεί, γύρω στο έργο του και στον χαρακτηρισμό της προσωπικότητάς του. Ο καθ’ ένας πού μιλούσε ή έγραφε για τον Γιαννόπουλο στηριζότανε σ’ ένα μέρος του έργου του πού ή ανταποκρινότανε στο δικό του εσωτερικό κόσμο ή, ακόμα χειρότερα, με το να θίγει τα κακώς κείμενα, τον ενοχλούσε προσωπικά. Κι’ από δω πηγάζει η πλημμυρίδα εκείνων πού πολεμήσανε το έργο του και πνίξανε τη θύμησή του. Εδώ βρίσκεται και η εξήγηση της αρνητικής ή και παθητικής στάσης εκείνων πού αυτός πίστεψε ότι μπορούσαν να δημιουργήσουνε κάτι το αξιόλογο, ή απλώς τούς είχε εμπιστοσύνη – αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο. Λίγοι, πολύ λίγοι εiv’ αλήθεια, τολμήσανε να εκφραστούνε δημόσια και να υπερασπιστούνε το έργο και τη μνήμη του.

Έγραψε κάποτε ο Ξενόπουλος πως “για τούς ιδεολόγους του μέλλοντος κάθε φράσις τού Γιαννόπουλου είναι ικανή να γεννήσει ολόκληρον βιβλίον.” Και πραγματικά δεν είναι δυνατόν να συμβεί διαφορετικά μ’ ένα έργο πού ασχολείται τόσο διεξοδικά με την ανάλυση και τη λεπτομερή εξέταση τής ελληνικής πραγματικότητας, για να καθορίσει έπειτα δρόμους δημιουργικής ανασύνθεσης. Η πολυμέρεια αυτή είναι άλλωστε πού οδήγησε και σ’ όλες τις σχετικά μ’ αυτόν και το έργο του παρεξηγήσεις. Ύστερα είναι γεγονός ότι για να βρει κανείς τις αλήθειες του Γιαννόπουλου πρέπει στην αρχή μόνο να μελετάει και να επιφυλαχθεί να βγάλει τα συμπεράσματά του πολύ αργότερα. Παρουσιάζει τόσα και τόσα πράγματα ο Γιαννόπουλος, αλλά με νέα εμφάνιση και άλλα, πολλά, τελείως καινούργια, έρχεται τόσες πολλές φορές σε αντίθεση με τον δημιουργημένο μέσα μας κόσμο, μα απαντάει και σε τόσα -αν όχι τα περισσότερα- από το εσωτερικά και εξωτερικά μας ερωτηματικά πού τουλάχιστον σφάλμα θα ήτανε μία πρόωρη έκφραση γνώμης. Γιατί μετά από μία καλή μελέτη του έργου του το πιο λίγο πού έχει κανείς να κάνει είναι να επαναλάβει τα λόγια του Ίωνα Δραγούμη:

“Δεν ξέρω αν λεει σωστά πράγματα ή στραβά το βιβλίον τού Γιαννόπουλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμό μου όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν το βορριά τον παγωμένο πού μανιασμένος σαρώνει τούς βρώμιους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Έλληνα πού ξέρει να το διαβάσει….”

Δημήτρης Λαζογιώργος – Ελληνικός


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου