Η άποψη ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος νοσεί έχει διαχυθεί δικαιολογημένα εδώ και αρκετά χρόνια στην ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, κάποια χρόνια πριν γινόταν αντιληπτή ως ένα ηθικό παρεπόμενο μιας πολιτικής πραγματικότητας, που εκ των πραγμάτων χαρακτηριζόταν από κάποια εγγενή μειονεκτήματα (πχ. η χώρα μας ήταν γεωγραφικά μικρή, είχε περιορισμένο εργατικό δυναμικό και ακριβό κόστος παραγωγής, βρισκόταν σε μια ευαίσθητη γεωπολιτική περιοχή, είχε μακροχρόνιες εθνικές διαφορές με τους γείτονές της, αυτά και πολλά άλλα δεδομένα αποτελούσαν το άλλοθι για τη δικαιολόγηση της απροκάλυπτης επέμβασης του ξένου παράγοντα και κυρίως των Η.Π.Α στην ελληνική πολιτική ζωή, της αθέμιτης συναλλαγής κλπ ).
Αυτή η κατάσταση εδώ και λίγα χρόνια έχει αλλάξει. Η νόσος του ελληνικού πολιτικού κόσμου δεν γίνεται πια αντιληπτή με τον παραπάνω τρόπο. Αντιθέτως, σχεδόν όλοι οι Έλληνες μιλούν πια όχι για μια γενικότερη αδυναμία του πολιτικού ηθικού υποστρώματος αλλά για συγκεκριμένη κρίση του πολιτικού συστήματος.
Η καθημερινή, σχεδόν, χρήση αυτού του όρου (της κρίσης του πολιτικού συστήματος δηλαδή) από πλήθος συμπολιτών μας, ίσως έχει κάνει ορισμένους να παραβλέψουν μέσα στον κυκεώνα των καθημερινών πολιτικών εξελίξεων, τη σημασία αυτού του γεγονότος.
Εμείς, όμως, ως εθνικιστές δεν είναι δυνατό να παρασυρόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί εμείς γνωρίζουμε ότι όταν υπάρχει κρίση του πολιτικού συστήματος, στην ουσία υπάρχει αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αναπαράγει την ίδια ύπαρξή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα από τον ελληνικό λαό, η όλο και μεγαλύτερη αδυναμία των κομμάτων να διατηρήσουν την υποστήριξη του κόσμου έστω και με τη χρήση αθέμιτων τρόπων (ρουσφετιών κλπ), η ηθική έκπτωση του τύπου, οι εγγενείς αντιφάσεις και δυσλειτουργίες του φιλελεύθερου καπιταλισμού (επιμέρους περίπτωση του οποίου αποτελεί και το ελληνικό πολιτικό σύστημα), όλα αυτά αποκαλύπτουν ότι βρισκόμαστε στην εποχή κατά την οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει υποστεί τις πρώτες ρωγμές του και βιώνει την αρχή μιας πραγματικής κρίσης.
Όταν ένα πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε αυτή τη φάση είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν πιέσεις προς αυτό. Πιέσεις που κυρίως θα ασκηθούν από τη λαϊκή βάση της χώρας απαιτώντας αλλαγές. Και κάπου εκεί εισέρχεται κι ο θεωρητικός - ιδεολογικός παράγοντας στο παιχνίδι.
Προς ποια κατεύθυνση θα ασκηθούν αυτές οι πιέσεις;
Τι περιεχόμενο θα λάβουν οι προτεινόμενες αλλαγές;
Προκειμένου να αποκτήσει σαφή πολιτική μορφή με χαρακτήρα πολιτικών αιτημάτων μια γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, επεμβαίνουν οι θεωρητικές και ιδεολογικές ομάδες ανθρώπων για να εκφράσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τον ορθό ( κατά την εκτίμησή τους ) προσανατολισμό. Ωστόσο, επειδή οι εκφραστές του κυρίαρχου συστήματος γνωρίζουν ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, φροντίζουν να προκατασκευάσουν τις εναλλακτικές προσεγγίσεις που θα προκύψουν, για να αντέξουν τους κραδασμούς, να «καπελώσουν» τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να μεταφέρουν τους δυσαρεστημένους πολίτες στην «άλλη τσέπη του ίδιου παντελονιού», εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της κυριαρχίας τους, είτε με το παλιό πολιτικό σύστημα είτε μέσω της κατεύθυνσης των δυσαρεστημένων σε μια εναλλακτική οδό, που θα έχουν κατασκευάσει οι ίδιοι (για να εξυπηρετεί τους ίδιους).
Όπως είναι γνωστό, διαχρονικά αλλά και κυρίως στην εποχή μας, αυτόν ακριβώς το ρόλο παίζει η μαρξιστική Αριστερά. Κι εδώ γεννάται το ερώτημα.
Ποια στάση οφείλουν να κρατήσουν οι πραγματικοί Έλληνες επαναστάτες των ημερών μας, που εκφράζονται μέσω του εθνικοσοσιαλισμού και του ριζοσπαστικού συντηρητισμού;
Είναι σωστό να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις, όπως αυτή που έγινε την Τετάρτη 5 Μαΐου του 2010, τις οποίες οργανώνουν μεταξύ των άλλων και μαρξιστικές ομάδες;
Η απάντηση που θα δώσω είναι προσωπική και καταλαβαίνω ότι μπορεί να μην εκφράζει όλους τους συναγωνιστές.
Το γράφω αυτό γνωρίζοντας ότι κάποιοι εξ αυτών είναι πολύ πιθανό να παραβρέθηκαν στην προαναφερθείσα διαδήλωση. Εγώ από την πλευρά μου, αφού δηλώσω πρώτα ότι δεν συμμετείχα σε αυτήν, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να σκεφτούμε κάποια πράγματα πριν αποφασίσουμε (κυρίως για περαιτέρω δράσεις).
Η πρώτη σκέψη που οφείλουμε να κάνουμε κατά τη γνώμη μου είναι η εξής. Όταν λέμε ότι ένα πολιτικό σύστημα είναι σάπιο, δεν μας εκφράζει και αυτή την εποχή βρίσκεται σε κρίση, τι ακριβώς εννοούμε; Είναι δυνατόν να είναι σάπιο ένα μέρος του και το υπόλοιπο σύστημα να είναι υγιές; Η απάντηση είναι «φυσικά και όχι». Όταν νοσεί ένα μέρος του πολιτικού συστήματος, τότε κατά πάσα πιθανότητα νοσούν και τα υπόλοιπα. Και στην περίπτωση του ελληνικού γνωρίζουμε ότι όντως αυτό συμβαίνει.
Και ποια είναι τα κύρια μέρη αυτού του σάπιου συστήματος; Η απάντηση είναι ότι στο κυβερνητικό του επίπεδο βρίσκονται ξενόφερτα εβραιο - αμερικανικά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, που έχουν διορίσει ως τοποτηρητές μια δράκα ντόπιων πανεπιστημιακών καθηγητών, δημοσιογράφων, ανθρώπων του «θεάματος» και ψευτοκαλλιτεχνών, η οποία διαμορφώνει τον καθημερινό προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τα Μ.Μ.Ε, τα πανεπιστήμια, τα σχολεία κλπ. Στο δεύτερο επίπεδο βρίσκεται ο αμιγώς πολιτικός κόσμος με τα κόμματα του σημερινού κοινοβουλίου, τα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις.
Ποιοι, όμως, είναι αυτοί που οργανώνουν τις διαδηλώσεις για την έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας; Η απάντηση είναι τα συνδικάτα και τα κόμματα - οργανώσεις της αριστεράς; Και ποιοι ελέγχουν τα συνδικάτα; Φυσικά τα κόμματα. Εφόσον, λοιπόν, οι οργανωτές των αντιδράσεων συνδέονται κυκλικά με τα κόμματα και αποτελούν μέρη του σάπιου πολιτικού κατεστημένου, πως είναι δυνατόν να μπορούν να εκφράσουν τους πραγματικούς επαναστάτες που είναι οι εθνικιστές;
Θα μπορούσε να μου πει κάποιος, βέβαια, ότι σε μια παλλαϊκή διαδήλωση, η οργάνωση αυτού του τύπου πνίγεται μέσα στο συλλογικό βρασμό και το αίτημα για ένα καλύτερο αύριο. Θα διαφωνήσω όμως, απαντώντας ότι όποιος ισχυριστεί κάτι τέτοιο, μάλλον θα έχει υποτιμήσει τις δυνάμεις του συστήματος. Γιατί είναι παντοτινός και αναλλοίωτος πολιτικός νόμος, στο πολιτικό πεδίο η μάχη να δίνεται με αιτήματα και συγκεκριμένες θέσεις. Ο άμορφος συλλογικός βρασμός για να αποκτήσει πολιτικό νόημα, πρέπει να σχηματίσει πολιτικά αιτήματα. Και σ’ αυτή την περίπτωση, τα πολιτικά αιτήματα τα έχει προ-δημιουργήσει η μαρξιστική αλητεία της χώρας μας και η πουλημένη συνδικαλιστική μαφία, για να «καπελώσει» τη δικαιολογημένη αγανάκτηση του κόσμου.
Συνεπώς, οι εθνικιστές δεν πρέπει να έχουμε καμιά θέση σε τέτοιες μάταιες και απλά θορυβώδεις καταστάσεις. Οι εθνικιστές δεν είναι δυνατόν να συμπορευόμαστε με τους δολοφόνους Ελλήνων εργαζομένων, με τους αντι - εξουσιαστές μισθοφόρους του διεθνούς εβραϊσμού και με τους μικροαστούς ψευτοεπαναστάτες μαρξιστές.
Και κάπου εδώ προκύπτει το ερώτημα, τι να κάνουμε ως εθνικιστές; Να μείνουμε άπραγοι; Νομίζω ότι το ερώτημα αυτό αναδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες που φέρουμε ως πραγματικοί Έλληνες επαναστάτες - εθνικιστές.
Τις ευθύνες για το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια δεν έχουμε καταφέρει να συγκροτήσουμε έναν σοβαρό πολιτικό λόγο προτιμώντας τον ακροδεξιό λαϊκισμό και εκφράζοντας μια οθωμανική υποταγή στο «πεπρωμένο» αναζητώντας τη σωτηρία μας σε ανόητες και άθλιες εκκλήσεις για πραξικοπήματα και άλλα σχετικά που αποδεικνύουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στους εαυτούς μας.
Τις ευθύνες για το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια δεν καταφέραμε να οργανώσουμε μια εθνικιστική κοινότητα ηθικά ακέραιων και ξεχωριστών ανθρώπων, που θα αποτελούσε παράδειγμα για τους νέους και για τους συμπολίτες μας και θα εξασφάλιζε μια διευρυμένη υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα, αλλά προτιμήσαμε να υιοθετήσουμε το «προφίλ» της ψευτομαγκιάς και την αψυχολόγητη δράση.
Τις ευθύνες μας για το γεγονός ότι δεν σταθήκαμε στο ύψος της θεωρητικής κληρονομιάς του εθνικισμού γινόμενοι πρωτοπόροι και οργανωτές της δράσης για πολιτική αλλαγή, αλλά αρκεστήκαμε στην αμορφωσιά και στην πλήρη έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης ( μετά από 20 σχεδόν χρόνια δράσης, ακόμη αναζητώ τον Έλληνα εθνικιστή που θα ξέρει να μου απαντήσει ποιος ήταν ο πρώτος θεωρητικός της εθνικιστικής θεωρίας ).
Όλα αυτά ασφαλώς και μας έχουν φέρει στη δύσκολη σημερινή μας θέση. Από τη μια δεν μπορούμε να οργανώσουμε δική μας μαζική, εθνικιστική, πολιτική δράση και από την άλλη αν θελήσουμε να γίνουμε κι εμείς εκφραστές της λαϊκής δυσαρέσκειας θα πρέπει να ενταχθούμε σε πλαίσια που έχουν κατασκευάσει οι χειρότεροι από τους εκφραστές του συστήματος, δηλαδή οι μαρξιστές (με την αγαστή υποστήριξη των άλλων υποτιθέμενων επαναστατών, των σύγχρονων – και το τονίζω αυτό, γιατί κάποτε αυτοί τουλάχιστον είχαν επαναστάτες στις τάξεις τους, ενώ σήμερα μόνο δειλούς δολοφόνους - αναρχικών).
Η απάντηση για το τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και εμπρός γνωρίζω ότι δεν είναι εύκολη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε κάποιες καλές προσπάθειες που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό για αυτό-οργάνωση, συνεννόηση και δημιουργία μιας πραγματικής ελληνικής εθνικιστικής κουλτούρας. Οι πυρήνες πολιτιστικής, αισθητικής, ηθικής και -κατ’ επέκταση- πολιτικής αναμόρφωσης έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι νέοι Έλληνες εθνικιστές, ας ανοίξουν τα μάτια τους, ας ψάξουν λίγο και θα τους βρουν.
Μέχρι από αυτά τα κέντρα διαλόγου να αναδειχτούν οι αρχέγονες αλλά ξεχασμένες Αξίες και οι προσωπικότητες που θα εκφράσουν το νέο ελληνικό εθνικιστικό κίνημα που κυοφορείται στους κόλπους της κοινωνίας μας για να κάνουν τον εθνικισμό πρωτοπόρο Δράση στους λαϊκούς αγώνες των Ελλήνων, χρειάζεται προσοχή, αποφυγή αψυχολόγητων και βίαιων ενεργειών, και κυρίως πλήρης διαχωρισμός από ομάδες με πρακτικές επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες.
Οι συναγωνιστές που συμμετείχαν στη διαδήλωση της Τετάρτης, εκτός του ότι ανακάτεψαν την ιδεολογία μας σε δημοσιογραφικές καταδίκες με έντονο επικοινωνιακό αντίκτυπο για γεγονότα που δεν μας εκφράζουν, θα έχουν να θυμούνται ότι βρέθηκαν μαζί με μετανάστες, αλήτες αναρχικούς και μισθοφόρους μαρξιστές στη διαδήλωση, από τον όγκο της οποίας ξεπήδησαν οι διεθνιστές δολοφόνοι της παγκοσμιοποίησης που σκότωσαν τρεις Έλληνες εργαζόμενους.
Ίσως θα ήταν καλύτερα, λοιπόν, να διαδηλώνουμε μόνοι μας ως Έλληνες εθνικιστές (ή και με ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, αρκεί αυτές να μη σχετίζονται με δυνάμεις του καθεστώτος) πάντοτε με καλή διάθεση μεταξύ μας (σε επίπεδο εθνικιστικών ομάδων) και να περιφρουρούμε αποτελεσματικά τις διαδηλώσεις μας, μέχρι να δείξουμε με τις δράσεις μας στους συμπολίτες μας ότι ο πρωτογενής και πραγματικός σοσιαλισμός είναι ο εθνικισμός. Ωστόσο, η σκληρή μάχη πρέπει να δοθεί στο επίπεδο της αισθητικής και πολιτικής ζύμωσης.
Αρχικά χρειάζεται οι Έλληνες εθνικιστές να αποκτήσουμε πραγματικό και συνεπή πολιτικό λόγο, δομημένο στην εθνικιστική θεωρία και να αφήσουμε πίσω τους όποιους λαϊκισμούς. Αν επιτευχθεί αυτό, το μέλλον μας είναι ευοίωνο. Οι καιροί είναι μαζί μας. Χρειαζόμαστε υπομονή και πάνω απ’ όλα σοβαρότητα.
Ζήτω ο Ελληνικός Εθνικισμός !
Ωστόσο, κάποια χρόνια πριν γινόταν αντιληπτή ως ένα ηθικό παρεπόμενο μιας πολιτικής πραγματικότητας, που εκ των πραγμάτων χαρακτηριζόταν από κάποια εγγενή μειονεκτήματα (πχ. η χώρα μας ήταν γεωγραφικά μικρή, είχε περιορισμένο εργατικό δυναμικό και ακριβό κόστος παραγωγής, βρισκόταν σε μια ευαίσθητη γεωπολιτική περιοχή, είχε μακροχρόνιες εθνικές διαφορές με τους γείτονές της, αυτά και πολλά άλλα δεδομένα αποτελούσαν το άλλοθι για τη δικαιολόγηση της απροκάλυπτης επέμβασης του ξένου παράγοντα και κυρίως των Η.Π.Α στην ελληνική πολιτική ζωή, της αθέμιτης συναλλαγής κλπ ).
Αυτή η κατάσταση εδώ και λίγα χρόνια έχει αλλάξει. Η νόσος του ελληνικού πολιτικού κόσμου δεν γίνεται πια αντιληπτή με τον παραπάνω τρόπο. Αντιθέτως, σχεδόν όλοι οι Έλληνες μιλούν πια όχι για μια γενικότερη αδυναμία του πολιτικού ηθικού υποστρώματος αλλά για συγκεκριμένη κρίση του πολιτικού συστήματος.
Η καθημερινή, σχεδόν, χρήση αυτού του όρου (της κρίσης του πολιτικού συστήματος δηλαδή) από πλήθος συμπολιτών μας, ίσως έχει κάνει ορισμένους να παραβλέψουν μέσα στον κυκεώνα των καθημερινών πολιτικών εξελίξεων, τη σημασία αυτού του γεγονότος.
Εμείς, όμως, ως εθνικιστές δεν είναι δυνατό να παρασυρόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί εμείς γνωρίζουμε ότι όταν υπάρχει κρίση του πολιτικού συστήματος, στην ουσία υπάρχει αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αναπαράγει την ίδια ύπαρξή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα από τον ελληνικό λαό, η όλο και μεγαλύτερη αδυναμία των κομμάτων να διατηρήσουν την υποστήριξη του κόσμου έστω και με τη χρήση αθέμιτων τρόπων (ρουσφετιών κλπ), η ηθική έκπτωση του τύπου, οι εγγενείς αντιφάσεις και δυσλειτουργίες του φιλελεύθερου καπιταλισμού (επιμέρους περίπτωση του οποίου αποτελεί και το ελληνικό πολιτικό σύστημα), όλα αυτά αποκαλύπτουν ότι βρισκόμαστε στην εποχή κατά την οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει υποστεί τις πρώτες ρωγμές του και βιώνει την αρχή μιας πραγματικής κρίσης.
Όταν ένα πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε αυτή τη φάση είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν πιέσεις προς αυτό. Πιέσεις που κυρίως θα ασκηθούν από τη λαϊκή βάση της χώρας απαιτώντας αλλαγές. Και κάπου εκεί εισέρχεται κι ο θεωρητικός - ιδεολογικός παράγοντας στο παιχνίδι.
Προς ποια κατεύθυνση θα ασκηθούν αυτές οι πιέσεις;
Τι περιεχόμενο θα λάβουν οι προτεινόμενες αλλαγές;
Προκειμένου να αποκτήσει σαφή πολιτική μορφή με χαρακτήρα πολιτικών αιτημάτων μια γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, επεμβαίνουν οι θεωρητικές και ιδεολογικές ομάδες ανθρώπων για να εκφράσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τον ορθό ( κατά την εκτίμησή τους ) προσανατολισμό. Ωστόσο, επειδή οι εκφραστές του κυρίαρχου συστήματος γνωρίζουν ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, φροντίζουν να προκατασκευάσουν τις εναλλακτικές προσεγγίσεις που θα προκύψουν, για να αντέξουν τους κραδασμούς, να «καπελώσουν» τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να μεταφέρουν τους δυσαρεστημένους πολίτες στην «άλλη τσέπη του ίδιου παντελονιού», εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της κυριαρχίας τους, είτε με το παλιό πολιτικό σύστημα είτε μέσω της κατεύθυνσης των δυσαρεστημένων σε μια εναλλακτική οδό, που θα έχουν κατασκευάσει οι ίδιοι (για να εξυπηρετεί τους ίδιους).
Όπως είναι γνωστό, διαχρονικά αλλά και κυρίως στην εποχή μας, αυτόν ακριβώς το ρόλο παίζει η μαρξιστική Αριστερά. Κι εδώ γεννάται το ερώτημα.
Ποια στάση οφείλουν να κρατήσουν οι πραγματικοί Έλληνες επαναστάτες των ημερών μας, που εκφράζονται μέσω του εθνικοσοσιαλισμού και του ριζοσπαστικού συντηρητισμού;
Είναι σωστό να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις, όπως αυτή που έγινε την Τετάρτη 5 Μαΐου του 2010, τις οποίες οργανώνουν μεταξύ των άλλων και μαρξιστικές ομάδες;
Η απάντηση που θα δώσω είναι προσωπική και καταλαβαίνω ότι μπορεί να μην εκφράζει όλους τους συναγωνιστές.
Το γράφω αυτό γνωρίζοντας ότι κάποιοι εξ αυτών είναι πολύ πιθανό να παραβρέθηκαν στην προαναφερθείσα διαδήλωση. Εγώ από την πλευρά μου, αφού δηλώσω πρώτα ότι δεν συμμετείχα σε αυτήν, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να σκεφτούμε κάποια πράγματα πριν αποφασίσουμε (κυρίως για περαιτέρω δράσεις).
Η πρώτη σκέψη που οφείλουμε να κάνουμε κατά τη γνώμη μου είναι η εξής. Όταν λέμε ότι ένα πολιτικό σύστημα είναι σάπιο, δεν μας εκφράζει και αυτή την εποχή βρίσκεται σε κρίση, τι ακριβώς εννοούμε; Είναι δυνατόν να είναι σάπιο ένα μέρος του και το υπόλοιπο σύστημα να είναι υγιές; Η απάντηση είναι «φυσικά και όχι». Όταν νοσεί ένα μέρος του πολιτικού συστήματος, τότε κατά πάσα πιθανότητα νοσούν και τα υπόλοιπα. Και στην περίπτωση του ελληνικού γνωρίζουμε ότι όντως αυτό συμβαίνει.
Και ποια είναι τα κύρια μέρη αυτού του σάπιου συστήματος; Η απάντηση είναι ότι στο κυβερνητικό του επίπεδο βρίσκονται ξενόφερτα εβραιο - αμερικανικά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, που έχουν διορίσει ως τοποτηρητές μια δράκα ντόπιων πανεπιστημιακών καθηγητών, δημοσιογράφων, ανθρώπων του «θεάματος» και ψευτοκαλλιτεχνών, η οποία διαμορφώνει τον καθημερινό προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τα Μ.Μ.Ε, τα πανεπιστήμια, τα σχολεία κλπ. Στο δεύτερο επίπεδο βρίσκεται ο αμιγώς πολιτικός κόσμος με τα κόμματα του σημερινού κοινοβουλίου, τα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις.
Ποιοι, όμως, είναι αυτοί που οργανώνουν τις διαδηλώσεις για την έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας; Η απάντηση είναι τα συνδικάτα και τα κόμματα - οργανώσεις της αριστεράς; Και ποιοι ελέγχουν τα συνδικάτα; Φυσικά τα κόμματα. Εφόσον, λοιπόν, οι οργανωτές των αντιδράσεων συνδέονται κυκλικά με τα κόμματα και αποτελούν μέρη του σάπιου πολιτικού κατεστημένου, πως είναι δυνατόν να μπορούν να εκφράσουν τους πραγματικούς επαναστάτες που είναι οι εθνικιστές;
Θα μπορούσε να μου πει κάποιος, βέβαια, ότι σε μια παλλαϊκή διαδήλωση, η οργάνωση αυτού του τύπου πνίγεται μέσα στο συλλογικό βρασμό και το αίτημα για ένα καλύτερο αύριο. Θα διαφωνήσω όμως, απαντώντας ότι όποιος ισχυριστεί κάτι τέτοιο, μάλλον θα έχει υποτιμήσει τις δυνάμεις του συστήματος. Γιατί είναι παντοτινός και αναλλοίωτος πολιτικός νόμος, στο πολιτικό πεδίο η μάχη να δίνεται με αιτήματα και συγκεκριμένες θέσεις. Ο άμορφος συλλογικός βρασμός για να αποκτήσει πολιτικό νόημα, πρέπει να σχηματίσει πολιτικά αιτήματα. Και σ’ αυτή την περίπτωση, τα πολιτικά αιτήματα τα έχει προ-δημιουργήσει η μαρξιστική αλητεία της χώρας μας και η πουλημένη συνδικαλιστική μαφία, για να «καπελώσει» τη δικαιολογημένη αγανάκτηση του κόσμου.
Συνεπώς, οι εθνικιστές δεν πρέπει να έχουμε καμιά θέση σε τέτοιες μάταιες και απλά θορυβώδεις καταστάσεις. Οι εθνικιστές δεν είναι δυνατόν να συμπορευόμαστε με τους δολοφόνους Ελλήνων εργαζομένων, με τους αντι - εξουσιαστές μισθοφόρους του διεθνούς εβραϊσμού και με τους μικροαστούς ψευτοεπαναστάτες μαρξιστές.
Και κάπου εδώ προκύπτει το ερώτημα, τι να κάνουμε ως εθνικιστές; Να μείνουμε άπραγοι; Νομίζω ότι το ερώτημα αυτό αναδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες που φέρουμε ως πραγματικοί Έλληνες επαναστάτες - εθνικιστές.
Τις ευθύνες για το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια δεν έχουμε καταφέρει να συγκροτήσουμε έναν σοβαρό πολιτικό λόγο προτιμώντας τον ακροδεξιό λαϊκισμό και εκφράζοντας μια οθωμανική υποταγή στο «πεπρωμένο» αναζητώντας τη σωτηρία μας σε ανόητες και άθλιες εκκλήσεις για πραξικοπήματα και άλλα σχετικά που αποδεικνύουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στους εαυτούς μας.
Τις ευθύνες για το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια δεν καταφέραμε να οργανώσουμε μια εθνικιστική κοινότητα ηθικά ακέραιων και ξεχωριστών ανθρώπων, που θα αποτελούσε παράδειγμα για τους νέους και για τους συμπολίτες μας και θα εξασφάλιζε μια διευρυμένη υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα, αλλά προτιμήσαμε να υιοθετήσουμε το «προφίλ» της ψευτομαγκιάς και την αψυχολόγητη δράση.
Τις ευθύνες μας για το γεγονός ότι δεν σταθήκαμε στο ύψος της θεωρητικής κληρονομιάς του εθνικισμού γινόμενοι πρωτοπόροι και οργανωτές της δράσης για πολιτική αλλαγή, αλλά αρκεστήκαμε στην αμορφωσιά και στην πλήρη έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης ( μετά από 20 σχεδόν χρόνια δράσης, ακόμη αναζητώ τον Έλληνα εθνικιστή που θα ξέρει να μου απαντήσει ποιος ήταν ο πρώτος θεωρητικός της εθνικιστικής θεωρίας ).
Όλα αυτά ασφαλώς και μας έχουν φέρει στη δύσκολη σημερινή μας θέση. Από τη μια δεν μπορούμε να οργανώσουμε δική μας μαζική, εθνικιστική, πολιτική δράση και από την άλλη αν θελήσουμε να γίνουμε κι εμείς εκφραστές της λαϊκής δυσαρέσκειας θα πρέπει να ενταχθούμε σε πλαίσια που έχουν κατασκευάσει οι χειρότεροι από τους εκφραστές του συστήματος, δηλαδή οι μαρξιστές (με την αγαστή υποστήριξη των άλλων υποτιθέμενων επαναστατών, των σύγχρονων – και το τονίζω αυτό, γιατί κάποτε αυτοί τουλάχιστον είχαν επαναστάτες στις τάξεις τους, ενώ σήμερα μόνο δειλούς δολοφόνους - αναρχικών).
Η απάντηση για το τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και εμπρός γνωρίζω ότι δεν είναι εύκολη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε κάποιες καλές προσπάθειες που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό για αυτό-οργάνωση, συνεννόηση και δημιουργία μιας πραγματικής ελληνικής εθνικιστικής κουλτούρας. Οι πυρήνες πολιτιστικής, αισθητικής, ηθικής και -κατ’ επέκταση- πολιτικής αναμόρφωσης έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι νέοι Έλληνες εθνικιστές, ας ανοίξουν τα μάτια τους, ας ψάξουν λίγο και θα τους βρουν.
Μέχρι από αυτά τα κέντρα διαλόγου να αναδειχτούν οι αρχέγονες αλλά ξεχασμένες Αξίες και οι προσωπικότητες που θα εκφράσουν το νέο ελληνικό εθνικιστικό κίνημα που κυοφορείται στους κόλπους της κοινωνίας μας για να κάνουν τον εθνικισμό πρωτοπόρο Δράση στους λαϊκούς αγώνες των Ελλήνων, χρειάζεται προσοχή, αποφυγή αψυχολόγητων και βίαιων ενεργειών, και κυρίως πλήρης διαχωρισμός από ομάδες με πρακτικές επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες.
Οι συναγωνιστές που συμμετείχαν στη διαδήλωση της Τετάρτης, εκτός του ότι ανακάτεψαν την ιδεολογία μας σε δημοσιογραφικές καταδίκες με έντονο επικοινωνιακό αντίκτυπο για γεγονότα που δεν μας εκφράζουν, θα έχουν να θυμούνται ότι βρέθηκαν μαζί με μετανάστες, αλήτες αναρχικούς και μισθοφόρους μαρξιστές στη διαδήλωση, από τον όγκο της οποίας ξεπήδησαν οι διεθνιστές δολοφόνοι της παγκοσμιοποίησης που σκότωσαν τρεις Έλληνες εργαζόμενους.
Ίσως θα ήταν καλύτερα, λοιπόν, να διαδηλώνουμε μόνοι μας ως Έλληνες εθνικιστές (ή και με ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, αρκεί αυτές να μη σχετίζονται με δυνάμεις του καθεστώτος) πάντοτε με καλή διάθεση μεταξύ μας (σε επίπεδο εθνικιστικών ομάδων) και να περιφρουρούμε αποτελεσματικά τις διαδηλώσεις μας, μέχρι να δείξουμε με τις δράσεις μας στους συμπολίτες μας ότι ο πρωτογενής και πραγματικός σοσιαλισμός είναι ο εθνικισμός. Ωστόσο, η σκληρή μάχη πρέπει να δοθεί στο επίπεδο της αισθητικής και πολιτικής ζύμωσης.
Αρχικά χρειάζεται οι Έλληνες εθνικιστές να αποκτήσουμε πραγματικό και συνεπή πολιτικό λόγο, δομημένο στην εθνικιστική θεωρία και να αφήσουμε πίσω τους όποιους λαϊκισμούς. Αν επιτευχθεί αυτό, το μέλλον μας είναι ευοίωνο. Οι καιροί είναι μαζί μας. Χρειαζόμαστε υπομονή και πάνω απ’ όλα σοβαρότητα.
Ζήτω ο Ελληνικός Εθνικισμός !
Λανδγράβος
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου