Π. Υ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ε. Ο. Κ. Α.: Το Λαϊκό Τραγούδι του Αγώνα

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Ε. Ο. Κ. Α.: Το Λαϊκό Τραγούδι του Αγώνα

Α  Φ  Ι  Ε  Ρ  Ω  Μ  Α     Τ  Ι  Μ  Η  Σ    Κ  Α  Ι    Μ  Ν  Η  Μ  Η  Σ     Σ  Τ  Η  Ν     Ε.  Ο.  Κ.  Α.



Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, που δεκαοχτάχρονος μαρτύρησε στην αγχόνη, βγαίνοντας για το αντάρτικο, γράφει το όραμά του:


Θα πάρω μιάν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στην Λευτεριά!



Ήξερε καλά ότι αυτή η ανηφοριά, μπορεί να ήταν ο Γολγοθάς του. Αλλά έφηβος κιόλας, ήταν σταθερά προετοιμασμένος. Σε άλλο του ποίημα τραγουδούσε:


Για σένα, Κύπρο αθάνατη, πατρίδα τιμημένη
θα δώσω από το αίμα μου κάθε σταλαματιά.
Για να σε δω ελεύθερη και χιλιοδοξασμένη,
δεν θα διστάσω Κύπρο μου, να πέσω στη φωτιά.


Σπαρτιατικό μεγαλείο, είχε η επίγνωση του Παλληκαρίδη. Από το βουνό έγραφε αυτούς τους στίχους:


Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα να ’χει
να μη  γυρίσουμε.
Μα πάμε με καμάρι
Και λέμε «όποιον πάρει»

Και θα νικήσουμε.


Στέλνει την μνήμη μας στ’ αθάνατο Εικοσιένα τραγουδώντας:


Τη σκλαβιά τη βαρέθηκα.
Μάνα κλέφτης θα γίνω.
Της σκλαβιάς δηλητήριο,
Μάνα, ως πότε θα πίνω;


Δεν είχαν περάσει δέκα μέρες από το λυτρωτικό πέταγμα του Βαγορή στο βουνό και το σμίξιμό του με το αντάρτικο, όταν έπεσε σε συμπλοκή με Άγγλους ο Χαράλαμπος Μούσκος. Ο Παλληκαρίδης στο λημέρι του του τραγουδά:


Ένας ήρωας πέθανε
κι οι γνωστροί του κλαίνε,
μα οι φίλοι του στο βουνό
τραγουδούν και λένε:
- Τώρα κι αν επέθανες
ζης μεσ’ την καρδιά μας
γιατί πέθανες κι εσύ
για την λευτεριά μας.
Κι όπου και να φτάσουμε,
κι όπου κι αν βρεθούμε,
τον πικρό σου θάνατο
ΘΑ ΕΚΔΙΚΗΘΟΥΜΕ.

Έτσι ακριβώς. Με τραγούδια και όρκους μπροστά στον θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι αισθάνονταν “χαρμολύπη” και “χαροποιόν πένθος”! Όπως οι Σπαρτιάτες. Ευπρεπείς, στην ψυχή και καλλωπισμένοι στο σώμα βάδιζαν στην μάχη. Γλέντι και μεθύσι ο Αγώνας!! Ο Αυξεντίου, στο τελευταίο γράμμα του, προς τον Παύλο Παυλάκη του τόνιζε:


“Φίλε μου, οι πόλεμοι είναι μεθυστικοί. Και όσο πιό  επικίνδυνοι είναι, τόσο και πιό μεθυστικοί γίνονται”.


Και στις 10 Νοεμβρίου 1956 γράφει στον Διγενή:


“Θα κτυπήσω δια του όλμου τον στρατιωτικόν καταυλισμόν Μιτσερού. Φαίνεται ότι οι ανατινάξεις οχημάτων εις Αμίαντον είναι πολύ ελκυστικαί, διότι ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ (ο Στυλιανός Λένας, που έπεφτε ύστερα από λίγες  βδομάδες) δεν εννοεί να εγκαταλείψει την περιοχήν. Από της ενάρξεως της Γενικής Επιθέσεως μέχρι της παρελθούσης Παρασκευής, ενήργησε πέντε ανατινάξεις. Τα αποτελέσματα θα τα μάθω μόλις επιστρέψη. Το μόνο που μου ανέφερε, είναι ότι “η διασκέδασις είναι μεγάλη και δεν θα την εγκαταλείψει μέχρις ότου τους μεθύση όλους”.

Πέρα από τα αθάνατα τραγούδια του Παλληκαρίδη και από τις υπηρεσιακές αναφορές των αγωνιστών που μαρτυρούν το ήθος και την αρετή του αγώνα, υπάρχει και η περίπτωση του Μακρυγιαννικού Σάββα Ροτσίδη που σκοτώθηκε σε ενέδρα των Άγγλων τον Νοέμβριο του 1958. Μέσα στο υγρό κρησφύγετό  του, στα Αγρίδια, ο Ροτσίδης είχε γράψει ένα θεατρικό έργο με θέμα τον αγώνα της Κύπρου. Το προόριζε να παίζεται στα χωριά για φρονηματισμό και τόνωση. Το έργο είναι αφελές και άτεχνο. Όπως ακριβώς τα “Απομνημονεύματα” και τα “Οράματα και Θαύματα” του Μακρυγιάννη. Μεγάλη μόρφωση δεν είχε και ούτε ήταν εξοικειωμένος με την λογοτεχνία. Αλλά είναι πηγαίος και αληθινός. Στο έργο του παρουσιάζει τον Αρχηγό να μιλά στους αγωνιστές μ’ αυτά τα λόγια:


“Δια να αποφεύγωμεν την σύλληψιν, θα   καταφεύγωμεν εις μυστικά μέρη, εις τα βουνά, μέσα εις σπήλαια, μακριά από το πατρικό μας σπίτι, από τον κόσμο, από τ’ αδέλφια και τους φίλους μας, μέσα στα δάση μοναχοί. Θ’ αφήσουμε τας διασκεδάσεις και θα ζήσουμε σαν αντάρτες, σαν κλέφτες. Ποιός ξέρει; σως ένα χρόνο, δυό χρόνια ή ακόμη και περισσότερα, έως ότου θα νικήσωμεν.


Θα γνωρίσετε πείνα, μπόρες, κεραυνούς. Θα περπατήσετε επί ώρες ολόκληρες σαν κυνηγημένοι λαγοί μέσα στα δάση, θα μείνετε άγρυπνοι ημέρες, και νύχτες μέσα στα χιόνια και το τσουχτερό κρύο του χειμώνα. Θα έχετε μόνη   συντροφιά σας, ακοίμητο φρουρό σας, τα σιδερένια όπλα. Θα ζήσετε, σαν άλλοτε οι αρματολοί και κλέφτες, σε σπηλιές μονάχοι σαν λιοντάρια. Πιθανόν ακόμη μερικοί από μας να συλληφθούν και ν’ απαγχονιστούν”.


Παραστατικώτερη περιγραφή του αντάρτικου και αυθεντικώτερη αποτύπωση του όλου πνεύματος του Αγώνα, δεν υπάρχει από αυτήν που έδωσε, όπως πιό πάνω, ένας από τους πρωταγωνιστές και μάρτυρές του, ο Σάββας Ροτσίδης.


Υπήρχε όμως και ο λαός. Η θερμή σκέπη των αγωνιστών και η ανεξάντλητη εφεδρεία της ΕΟΚΑ. Και αυτός ο λαός δεν ήταν, βέβαια, ούτε  απαθής θεατής, των όσων δραματικών εκτυλλίσσονταν και ούτε βουβός διεκπεραιωτής δαπανών. Ήταν μια αυτόνομη Ελληνική μάζα, που έπαλλε στους πιό υψηλούς αγωνιστικούς ρυθμούς. Και αυτός, ο ανώνυμος λαός ήταν, και αυτός, τραγουδιστής του Αγώνα και υμνητής του Αντάρτικου. Το λαϊκό τραγούδι του Αγώνα δεν είναι θρηνητικό μοιρολόϊ. Δεν είναι απελπισμένο σπάραγμα καρδιάς. Είναι αγωνιστικός παιάνας και θούρειος.


Όταν συνέβαινε κάποιο ιδιαίτερα δραματικό γεγονός, στην τετραετία 1955-1959 ή όταν έπεφτε κάποιο παλληκάρι της ΕΟΚΑ, η λαϊκή ψυχή γέμιζε συγκίνηση. Κι έπλαθε στίχους, ή παράλλασε και συμμόρφωνε με την περίσταση, παλαιώτερα τραγούδια.  Συνήθως αυτά τα  τραγούδια τα τραγούδαγαν πάνω από νιόσκαφτους τάφους αγωνιστών σε μνημόσυνα και σε άλλες εθνικές εκδηλώσεις.


Για την μάχη στο Λιοπέτρι και για τον ηρωϊκό θάνατο των τεσσάρων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, ο λαός τραγουδεί:


“Ξανά το Χάνι της Γραβιάς
στην Κύπρο ξεπροβάλλει.
Οι τέσσερις λεβεντονιοί
του ξακουστού Σαμάρα
της λευτεριάς επότισαν το δέντρο
όπως κι οι άλλοι και οι προδότες
νάχουσιν του πλάστη την κατάρα”.


Και για τον Μάρκο Δράκο πλέκει ο ανώνυμος Κυπριακός λαός αυτούς τους στίχους:


“Από τη Λεύκα το χωριό, γενναίο παλληκάρι
Μάρκος ο Δράκος ξεκινά αντάρτης για να πάει,
κι υπαρχηγός του Διγενή ευθύς εδιατάχθη”.


Για τον Μούσκο τραγουδά:


“Και βγήκε αντάρτης στα βουνά
με πόμπες   και με τσέγκες
να πολεμά με τους εχθρούς
μαζί μ’ άλλους λεβέντες”.


Η Κυπρία μάνα τραγουδεί:


“Δεν λαλείς γλυκό μου αηδόνι
την αυγή με την δροσιά
να ξυπνήσεις και  τον γιό μου
πούναι στα ψηλά βουνά.

Να του πεις γλυκό μου αηδόνι,
να θυμάται την ευχή
την ευχή της μάνας του.
Κι αν δεν διώξει τους Εγγλέζους
από τ΄όμορφο νησί,
την ωραία Κύπρο μας
Δεν τον έχω για παιδί μου,
μάνα του δεν είμαι πιά”.


Αυτοί οι στίχοι που απευθύνει η Κυπρία μάνα προς τον αντάρτη γιό της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά προέκταση και σύγχρονη απόδοση του Σπαρτιάτικου “ή ταν ή επί τάς”.


Για τον Αυξεντίου, τον θρυλικό Ζήδρο ακουγόταν τότε κι αυτό το τραγούδι:


“Αφήνω γειά στον Όλυμπο  σ’ όλα τα κορφοβούνια
κι εσείς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ήσκιους
Ζήδρο μου καπετάνιες μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου η θυσία σου την λευτεριά θα φέρει”.


Η στενή πεθυμιά του αντάρτη, όπως την απέδωσε ο λαός:


“Σαν πεθάνω, ορέ λεβέντες,
στου Τρόοδου τα βουνά,
θάψετέ με παλληκάρια
της ΕΟΚΑ μας παιδιά.
Βάλετέ μου για σεντόνι,
μια σημαία Ελληνική
ναν χρυσές βρε οι κλωστές της
και ποτέ της να μη λυεί.


Προσέξτε! Σημαία Ελληνική ήθελε και οραματιζόταν ο αντάρτης για νεκρικό σάβανό του. Έπαθλο του αγώνα που αυτό θα ήταν: “Μια γαλανή σημαία”. Τυλιγμένος στα ονειρεμένα χρώματά της, θα ένοιωθε ελαφρύτερες τις σκληρές και μαύρες πέτρες του Τροόδους, που θα τον σκέπαζαν στον τάφο του.


Ολοφύρεται η μνήμη όταν πηγαίνει στα χρόνια εκείνα και λυγμικά αγκαλιάζει τους αφανισμένους αγωνιστές. Όταν κοινωνεί πάλι από το υπερούσιο φώς των αγώνων και των θυσιών τους. Αυτά που έπραξαν κι αυτά που έπαθαν, ήσαν αναλογικά πολύ μεγάλα και πολύ θαυμαστά. Θα τα θαύμαζαν κι οι περασμένοι Κυπριακοί αιώνες και θα τα εγκωμίαζαν οι Έλληνες όλων των εποχών. Ένα ποίημα ένα διαχρονικό σφυρηλάτημα γραμμένο από παλαίμαχο αγωνιστή. Είναι και το εξής:


“Τι να σου πούμε εμείς, σταυρωμένε Ναζωραίε;
Τι σοί προσενέγκωμεν, παρά τα “σα εκ των σών;”
Θάπρεπε ένας Όμηρος να ξαναζούσε
Νάπλεκε ραψωδίες και εξάμετρα και
νάστρωνε σε στίχο τα καινούργια “Κύπρια έπη”.
Και κάπως νάγραφε ο χωλός λυράρης έτσι:
“Άνδρας, ών άφθιτον κλέος αγήραιον εις νήσον φημί
τήνδε, αεί Μούσα, γεραρώς εμμέλπουσα, άειρε.
Ημών γαρ πατέρες ούτοι έλαχον και γόνοι άμα.
Πολλά δ’ ούτοι εν νείχει σχόντες πάνθεα ά δηρόν
ανύσαντες χρόνον τιμώμεν, μόρω κατήλθον”. [Εφημερίδα Νέα Θέσις]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου